του Amedeo Bertolo
“Εάν εκληφθεί κυριολεκτικά μια δημοκρατία πρέπει να είναι μια ακρατική κοινωνία. Η εξουσία ανήκει στο λαό στο βαθμό που ο λαός ασκεί την εξουσία ο ίδιος”. Giovanni Sartori
Το άρθρο αυτό ασχολείται με τη δημοκρατία από μια αναρχική οπτική και με τον αναρχισμό από μια δημοκρατική οπτική. Το κύριο ζήτημα είναι εκείνες οι πλευρές των δύο αυτών πολιτικών και φιλοσοφικών κατηγοριών που προκύπτουν από μια αντιπαράθεση μεταξύ τους, δηλαδή οι ουσιώδεις διαφορές και ομοιότητες μεταξύ της δημοκρατίας και του αναρχισμού. Αυτό σημαίνει ότι δε θα εξεταστούν λεπτομερώς ούτε η δημοκρατία με την έννοια που της αποδίδεται συνήθως («αντιπροσωπευτική» δημοκρατία), ούτε ο πολιτικός αναρχισμός (όπως τον βλέπουν οι αναρχικοί), ούτε ακόμα η πρωταρχική μορφή δημοκρατίας, η «άμεση δημοκρατία», που βρίσκεται στο μεταίχμιο μεταξύ δημοκρατίας και αναρχισμού.
Θα χρειαζόταν πολύ μεγαλύτερος χώρος από αυτόν που έχουμε εδώ για να εξετάσουμε λεπτομερώς όλα τα παραπάνω. Γι’ αυτό θα περιοριστώ σε σύντομους ορισμούς με σκοπό μια σύγκριση, ή καλύτερα, μια γενική εκτίμηση της συμβατότητας/συγκρισιμότητάς τους. Αυτό που ελπίζω να καταδείξω είναι ότι η δημοκρατία και ο αναρχισμός δεν είναι ούτε ταυτόσημες (υπό ορισμένες συνθήκες) ούτε αντιθετικές έννοιες. Ο αναρχισμός είναι η πλέον αναπτυγμένη μορφή δημοκρατίας, ταυτόχρονα όμως εκτείνεται οπωσδήποτε πέρα από αυτήν -όπως υποστηρίζει και ο τίτλος αυτού του άρθρου. Στο ερώτημα εάν είναι δυνατό ο αναρχισμός να πάει πέρα από τη δημοκρατία θα απαντούσα ότι μπορεί, τόσο ποιοτικά όσο και ποσοτικά.
Σε μια αναλογία μ’ αυτό που έγραψα κάποτε για την ελευθερία,2 η αναρχική αντίληψη της ελευθερίας είναι και «μεγαλύτερη» και «διαφορετική» από τη φιλελεύθερη αντίληψη. Με απλούστερους όρους, αυτή η «διαφορά» έγκειται στο γεγονός ότι για τους φιλελεύθερους η ελευθερία του ατόμου περιορίζεται από την ελευθερία των άλλων, ενώ για τους αναρχικούς ενισχύεται από αυτήν. Εντούτοις, η «διαφορετική» ελευθερία των αναρχικών ενσωματώνει και την ελευθερία των φιλελεύθερων, ενώ ταυτόχρονα την υπερβαίνει τόσο ποσοτικά όσο και ποιοτικά. Η ποσότητα είναι ουσιαστική, εφόσον χωρίς αυτή δεν υπάρχει καμιά εγγύηση της ποιότητας’ μια «διαφορετική» ελευθερία πρέπει την ίδια στιγμή να σηματοδοτεί μια μεγαλύτερη ελευθερία. Ακόμα και θρησκευτικοί φονταμενταλιστές (χριστιανοί, μουσουλμάνοι κλπ) μιλούν για «διαφορετική» ελευθερία, η οποία όμως είναι μικρότερη ελευθερία, τόσο σε ατομικό όσο και σε συλλογικό επίπεδο -ιδιαίτερα στο ατομικό.
Έτσι, η πολιτική ιδέα των αναρχικών είναι, και πρέπει κατ’ ανάγκη να είναι, μεγαλύτερη δημοκρατία, πέρα και πάνω από οτιδήποτε άλλο, εάν είναι να μην παραμείνει σ’ αυτήν την πλευρά της διαχωριστικής γραμμής. Αυτό είναι στην πραγματικότητα ότι υποστηρίζουν οι αναρχικοί: ότι η πολιτική τους αντίληψη είναι ταυτόχρονα ευρύτερη και διαφορετική. Έτσι, η αναρχική αντίληψη για το πολιτικό υπερβαίνει ποσοτικά και ποιοτικά την αντίστοιχη δημοκρατική αντίληψη. Αυτό ισχύει τόσο για την επικρατούσα δημοκρατική αντίληψη, την αντιπροσωπευτική, όσο και για τις περισσότερο ριζοσπαστικές, όπως αυτή της «συμμετοχικής δημοκρατίας»…,3 ακόμα και για τη λεγόμενη «άμεση δημοκρατία».4 Η αναρχική αντίληψη για το πολιτικό η – οποία θα μπορούσε να ονομαστεί «αναρχική πολιτική»- είναι στην πραγματικότητα ταυτόχρονα κάτι περισσότερο από τη δημοκρατία αλλά και κάτι διαφορετικό.
Πώς μπορεί λοιπόν κάτι να είναι ένα πράγμα και την ίδια στιγμή να είναι κάτι άλλο; Όσο δύσκολο κι αν είναι να γίνει αυτό αντιληπτό, είναι στην πραγματικότητα δυνατό. Εδώ δεν αναφερόμαστε σε πράγματα από τον φυσικό κόσμο, αλλά σε «πράγματα» από το κοινωνικο-πολιτικό φαντασιακό, των οποίων ο τρόπος του «είναι» εξαρτάται από την οπτική γωνία από την οποία θεωρούμαι. Ο αναρχισμός σ’ αυτήν την περίπτωση μπορεί να ειδωθεί ως μια ακραία μορφή δημοκρατίας και ως μια διαφορετική μορφή οικοδόμησης του πολιτικού, ή ακόμα και ως κάτι που βρίσκεται πέραν του πολιτικού. Κατ’ αρχήν, θα πρέπει να ξεκαθαριστεί ότι έχω κατά νου συγκεκριμένους ορισμούς της δημοκρατίας (ή καλύτερα των δημοκρατιών5), οι οποίοι ήταν πάντοτε υπόρρητοι, έχουν όμως σταδιακά καταστεί περισσότερο ρητοί.
Οι ορισμοί αυτοί είναι σχετικά ουδέτεροι με δεδομένο ότι η απόλυτη ουδετερότητα δεν είναι ούτε δυνατή ούτε ωφέλιμη. Πρόκειται για ορισμούς του αναρχισμού, πρώτα και κύρια από μια αναρχική προοπτική (έχοντας κατά νου η δημοκρατική κριτική), και της δημοκρατίας από δημοκρατική προοπτική6έχοντας κατά νου την αναρχική κριτική). Πρώτα όμως θα ήθελα να κάνω μια παρέκβαση, η οποία μόνο φαινομενικώς δείχνει να είναι άσχετη και/ή προσωπική.
ΠαρέκβασηΌταν έχω κακή διάθεση και κοιτάζω γύρω μου στην «ιδεολογική αποθήκη» του αναρχισμού, αισθάνομαι σαν να βρίσκομαι στο βάθος ενός καταστήματος μεταχειρισμένων ειδών. Όχι σ’ ένα παλαιοπωλείο, όπως μπορεί να το έθετε κάποιος κακόβουλος εχθρός του αναρχισμού, αλλά χειρότερα -σ’ ένα κατάστημα μεταχειρισμένων ειδών.
Μεταξύ των φθαρμένων από το χρόνο φράσεων, των διακηρύξεων αρχών, του λεκτικού εξτρεμισμού, των δηλώσεων αλληλεγγύης, των αναμνήσεων, αγαπημένων προσώπων που έχουν πεθάνει… μπορώ να δω ορισμένα πιο πρόσφατα κομμάτια -όχι τόσο παλαιά για να είναι αντίκες, αλλά αρκετά για να μην είναι πραγματικά μοντέρνα, δηλαδή σχεδόν σύγχρονα. Γνωρίζω ότι ο αναρχισμός έχει παραγάγει αυθεντικά και σημαντικά πράγματα κατά τα πενήντα τελευταία χρόνια (ιδιαίτερα κατά τα τελευταία είκοσι-τριάντα), πράγματα που δικαιολογημένα μπορούν να χαρακτηριστούν μοντέρνα.6 Γνωρίζω επίσης ότι η αναρχική σκέψη έχει ασφαλώς διατηρήσει ορισμένες υπέροχες «αντίκες» από την κλασσική της περίοδο. Εξακολουθεί να βασίζεται σε μεγάλο βαθμό σ’ αυτές και περιφρονώντας την εφευρετικότητα και το πλούσιο δυναμικό του «μοντέρνου», το «παλαιό», δηλαδή η βίβλος, έχει χτίσει ένα καβούκι για να προστατεύσει την εύθραυστη ταυτότητά της.
Η ταυτότητα των «κλασσικών», των θεμελιωτών του αναρχισμού, ήταν τόσο ισχυρή, που αυτοί μπορούσαν ακόμα και να αντιφάσκουν με τον εαυτό τους (πραγματικά ή φαινομενικά) χωρίς μεγάλες δυσκολίες. Τυχεροί! Το 1848, ο Πιερ-Ζόζεφ Προυντόν ήταν μέλος της Εθνοσυνέλευσης· το 1849, διατύπωσε μια ξεκάθαρη και ορμητική πολεμική όχι μόνο ενάντια στο κράτος και στην κυβέρνηση, αλλά και στην ίδια την πολιτική διάσταση per se. Το 1863 (στο Du Principe federatif), διαμόρφωσε ένα σχέδιο για μια αυτόνομη πολιτική σφαίρα, μιλώντας για κομμούνες, επαρχίες, περιφέρειες και, «άκουσον-άκουσον», για κυβέρνηση και κράτος.7 Μετά, ήταν ο Μιχαήλ Μπακούνιν που έγραψε στο φίλο και σύντροφο του από τη Νάπολη, τον Carlo Gambuzzi: «Θα εκπλαγείς πιθανώς ακούγοντας ότι εγώ, ένας βαθύτατα πεπεισμένος υποστηρικτής της αποχής, συστήνω τώρα στους φίλους μου να συμμετάσχουν στις εκλογές για την Εθνοσυνέλευση.
Εντούτοις, οι συνθήκες έχουν αλλάξει.»8 Και ποιες συνθήκες είχαν αλλάξει; Δεν ήταν πια ο παλιός καλός Μπακούνιν αναρχικός; Θα πρέπει να αστειεύεστε! Είναι απλώς ότι, ενώ ο αναρχισμός σήμερα υποστηρίζει την αποχή ως αρχή, για τον Μπακούνιν, αυτή ήταν μια στρατηγική επιλογή, ή κρίνοντας από το παραπάνω παράθεμα, θα μπορούσαμε να πούμε σχεδόν μια τακτική επιλογή.9 Μπορεί να αναρωτιέστε τι σχέση έχει αυτό με το θέμα μας, αλλά έχει πράγματι σχέση, έστω και εν μέρει. Η ιδέα που έχουν σήμερα οι αναρχικοί για τη δημοκρατία είναι βαθύτατα επηρεασμένη από την αναρχική βίβλο, ακριβώς όπως η ιδέα που έχουν οι δημοκράτες για τον αναρχισμό (πέρα από ορισμένες ξεκάθαρες περιπτώσεις άγνοιας και δυσπιστίας) είναι βαθύτατα επηρεασμένη από τη δική τους βίβλο. Ένα παράδειγμα είναι ότι «οι αναρχικοί δεν ψηφίζουν». Εάν αυτή είναι μια θεμελιώδης αρχή, είναι αναπόφευκτο ότι η βίβλος υποστηρίζει όχι μόνο ότι οι αναρχικοί είναι ενάντιοι στην ψηφοφορία σ’ ορισμένες ιστορικές (κοινωνικές, οικονομικές, πολιτικές) συνθήκες, αλλά ότι οι αναρχικοί ποτέ μα ποτέ δεν θα ψηφίσουν σ’ οποιεσδήποτε συνθήκες, και αυτό είναι ανυπέρβλητα ανόητο. Ανυπέρβλητα επειδή αποτελεί μια δήλωση πίστης απολύτως ουτοπική και η ουτοπία είναι ουσιώδες στοιχείο του αναρχισμού. Ανόητο επειδή στερείται απόλυτα της κοινής λογικής χωρίς την οποία δεν μπορεί να υπάρξει κανένας «εφικτός αναρχισμός», δηλαδή ένας αναρχισμός που να έχει έναν σημαντικό ρόλο στο μετασχηματισμό της κοινωνίας, και όχι μόνο μέσω της επανάστασης.
Προς αποφυγή οποιασδήποτε παρεξήγησης, θα πρέπει να πω ότι είμαι πενηντα επτά χρόνων και δεν έχω ψηφίσει ποτέ σε καμία από τις εκλογικές αναμετρήσεις (οι περισσότερες από τις οποίες χαρακτηρίζονταν ως «αποφασιστικής σημασίας») στην Ιταλία τα τελευταία τριάντα δύο χρόνια. Αλλά δεν είναι αυτό το θέμα, ή τουλάχιστον δεν είναι εδώ ο χώρος να ασχοληθούμε μ’ αυτό. Ποιο είναι λοιπόν το θέμα; Νομίζω ότι ο Μπακούνιν το συνόψισε στη σκιαγράφησή του για την μετεπαναστατική κοινωνία:
«Η βάση κάθε πολιτικής οργάνωσης σε μια χώρα πρέπει να είναι η πλήρως αυτόνομη κομμούνα, που εκπροσωπείται πάντοτε από την πλειοψηφία (η έμφαση δική μου -Α.Μ.) των ψήφων όλων των ενήλικων ανδρών και γυναικών που ζουν σ’ αυτή».10 Και πάλι: «Η εκλογή όλων των εκπροσώπων σε επίπεδο έθνους, επαρχίας και κομμούνας [...] θα πρέπει να γίνεται με καθολική ψηφοφορία (η έμφαση δική μου -Α.Μ.) όλων των ενήλικων ανδρών και γυναικών.»” Και αυτό μας επαναφέρει στο θέμα μας.
Η κυβέρνηση όλωνο Francesco Severio Merlino, αναρχικός μέχρι τα τελευταία περίπου χρόνια της τελευταίας δεκαετίας του 19ου αιώνα και αργότερα κάτι μεταξύ ελευθεριακού σοσιαλιστή και φιλελεύθερου σοσιαλιστή, έγραψε ότι «η κυβέρνηση όλων είναι κυβέρνηση κανενός».11 Λίγο πριν πεθάνει, έγραψε μια σημείωση σ’ ένα χειρόγραφο που υποστήριζε ότι «δημοκρατία=αναρχία». ο Merlino στράφηκε πέρα από τις ομοιότητες που είναι προφανείς για μένα και διαπίστωσε ταυτότητα [μεταξύ δημοκρατίας και αναρχίας], είτε επειδή υποτίμησε την αναρχία είτε επειδή υπερτίμησε τη δημοκρατία, είτε επειδή έκανε και τα δύο ταυτόχρονα.
Οι δυο δηλώσεις του Merlino(οι οποίες φαίνεται πράγματι ότι παρουσιάζουν ένα ζεύγος ξεκάθαρων ομοιοτήτων, κυβέρνηση απ’ όλους/δημοκρατία, κυβέρνηση από κανέναν/αναρχία) μπορούν να λειτουργήσουν ως σημείο εκκίνησης για μια βαθύτερη συγκριτική ανάλυση της δημοκρατίας και της αναρχίας, εάν συμπληρωθούν με ορισμένους χρήσιμους ορισμούς και μια τέτοια αντιπαράθεση.Εξετάζοντας κατ’ αρχήν την αναρχία, αυτή μπορεί να γίνει αντιληπτή (και έχει πράγματι γίνει) με διαφορετικούς τρόπους, ακόμα και από τους ίδιους τους αναρχικούς. Οι συγκεκριμένες ερμηνείες που έχουν σημασία εδώ είναι αυτές για μια κοινωνία χωρίς κυβέρνηση ή χωρίς κράτος ή χωρίς εξουσία (ή καλύτερα, χωρίς κυριαρχία).
Οι ερμηνείες αυτές απαιτούν περαιτέρω διασάφηση. Τι εννοούμε για παράδειγμα με τον όρο κυβέρνηση; Οι αναρχικοί μιλούν συχνά θετικά για την «αυτοκυβέρνηση», επομένως αυτό που αρνούνται πρέπει να είναι η «κυβέρνηση από άλλους», η διακυβέρνηση που επιβάλλεται σ’ ένα τμήμα της κοινωνίας από ένα άλλο, μια διάκριση μεταξύ κυβερνώντων και κυβερνωμένων, παρά η διακυβέρνηση . Οσον αφορά στο κράτος, πρόκειται για μια συγκεκριμένη ιστορική μορφή νομιμοποίησης και οργάνωσης της πολιτικής εξουσίας. Η νομιμοποίησή του είναι ορθολογική, αποδιδόμενη από μια πραγματική ή υποτιθέμενη «λαϊκή βούληση» παρά από τη βούληση του θεού ή ποιος ξέρει ποιου άλλου. Εξακολουθεί όμως να εντάσσεται σε μια ιεραρχική αντίληψη της κοινωνίας, με το κράτος να αποτελεί ένα παράδειγμα εξουσίας ή καλύτερα κυριαρχίας,12 Το κράτος είναι ένας θεσμός (ή ένα σύνολο θεσμών), πάνω απ’ όλα όμως είναι κάτι που παρέχει την εννοιολογική θεμελίωση της σύγχρονης ταξικής κυριαρχίας.13
Όταν οι αναρχικοί αναφέρονται στην εξουσία, ουσιαστικά εννοούν πάντοτε εκείνη την «κακή» (αυτό δηλαδή που αρνούνται) ιεραρχική εξουσία που ενέχει μια σχέση προσταγής-υποταγής. Στην περίπτωση της πολιτικής εξουσίας (η οποία γίνεται πάντοτε αντιληπτή αρνητικά), αυτή δεν είναι η κανονιστική λειτουργία της κοινωνίας ούτε η «συλλογική πολιτική δύναμη»,14 αλλά ο σφετερισμός του πολιτικού σώματος της κοινωνίας με όλες του τις λειτουργίες του από μια μειονότητα. Ένα κοινωνικό σχίσμα μεταξύ αρχόντων και αρχόμενων, η εξουσία την οποία αρνούνται οι αναρχικοί είναι αυτή που ασκείται σε μόνιμη βάση από τους πρώτους πάνω στους δεύτερους. Η αναρχία δεν είναι ανομία (δηλαδή η απουσία κανόνων [νόμων]), αλλά με τις απαραίτητες εξηγήσεις, αυτoνομ ία. Παρεμπιπτόντως, προτιμώ τον όρο «κυριαρχία»15 για να δηλώσω τη σφετεριστική εξουσία του «συλλογικού δυναμικού», διατηρώντας ένα περισσότερο ουδέτερο νόημα για τον όρο «εξουσία», αν και σε μια ιεραρχική κοινωνία, ο όρος αυτός εξακολουθεί να είναι σε μεγάλο βαθμό δυνάμει ιεραρχικός. Προτιμώ επίσης να χρησιμοποιώ τον όρο «κυριαρχία» για να αναφερθώ στις σε μόνιμη βάση ασύμμετρες σχέσεις εξουσίας, συμπεριλαμβανομένων των σχέσεων εκείνων που βρίσκονται εκτός της πολιτικής σφαίρας.
Εδώ συμπεριλαμβάνονται και εκείνες οι ασύμμετρες σχέσεις μεταξύ ανθρώπων και φύσης, των οποίων οι ρίζες μπορούν να εντοπιστούν στην ίδια έννοια της κυριαρχίας που μεταφέρθηκε από το κοινωνικό επίπεδο.16 Επιστρέφοντας στο ζήτημα της αναρχίας, πρόκειται για μια βαθύτατα ελευθεριακή αρχή οργάνωσης της πραγματικότητας, μια μη-ιεραρχική αντίληψη του κόσμου, η οποία δεν περιορίζεται στην πολιτική σφαίρα. Η «αναρχία» αποτελεί περισσότερο το πεδίο της φιλοσοφίας, της ηθικής και της αισθητικής παρά αυτό της πολιτικής, αν και είναι αυτή η πολιτική διάσταση που μας ενδιαφέρει εδώ. Εφόσον λοιπόν οι αναρχικοί υποστηρίζουν ότι έχουν μια αντίληψη της κοινωνίας που αρνείται την κυριαρχία, όχι όμως και τις συλλογικές λειτουργίες οργάνωσης της κοινωνίας (αρνούμενοι μόνο τις ιεραρχικές μορφές και τις συνέπειες της κυριαρχίας), μπορεί ίσως να ειπωθεί ότι οι αναρχικοί πιστεύουν σε μια κυβέρνηση/μη-κυβέρνηση, σ’ ένα κράτος/μη-κράτος, σε μια εξουσία/μη- εξουσία.
Τα παραπάνω σχήματα μόνο φαινομενικά είναι παράδοξα, εφόσον ο πρώτος όρος σε κάθε ζεύγος αναφέρεται σε μια ουδέτερη έννοια της αντίστοιχης λειτουργίας, ενώ ο δεύτερος αναφέρεται στην πραγματική λειτουργία θεμελιωμένη στην αρχή της ιεραρχίας. Όσο για το κράτος, είναι επίσης απαραίτητο να είμαστε σαφείς σε σχέση με το τι πραγματικά εννοούμε με τον όρο. Δεν εννοούμε το κράτος στην ιστορική του διαμόρφωση (η οποία, όπως σωστά έδειξαν οι αναρχικοί, είναι μια παραδειγματική μορφή της σύγχρονης κυριαρχίας, ένας κεντρικός ιεραρχικός θεσμός της πραγματικότητας και του κοινωνικού φαντασιακού της μετά το Διαφωτισμό εποχής), αλλά αντίθετα το κράτος με την έννοια μιας «πολιτείας» [republic] (res publica),17 του δημοσίου χώρου, ενός όρου που χρησιμοποιήθηκε με ουδέτερη σημασία από τους κλασικούς του αναρχισμού περισσότερες από μία φορές.
Οι λέξεις ασφαλώς φέρουν ένα βαρύ συναισθηματικό και ιδεολογικό φορτίο και για το λόγο αυτό οι αναρχικοί προτιμούν να μη χρησιμοποιούν με ουδέτερη σημασία λέξεις όπως «κυβέρνηση», «κράτος» και «εξουσία», λέξεις που έχουν μεγάλη ιστορική σημασία. Με τον ίδιο τρόπο αρνούνται τη λέξη «κόμμα» για τις πολιτικές τους οργανώσεις, μολονότι υπάρχουν αναμφισβήτητα μορφές κόμματος/μη-κόμματος. Μια τέτοια πολιτική οργάνωση αποτελεί κόμμα, επειδή πρόκειται για μια κοινωνική ομάδα που οργανώνεται για να επιδιώξει συγκεκριμένες αξίες και συμφέροντα, αποτελεί όμως και μη-κόμμα, επειδή δεν έχει καμιά ιεραρχική δομή και δεν κινείται για να κερδίσει την εξουσία.
Μορφές του πολιτικούΑνεξάρτητα από το πόσο μπορεί να επιθυμούν να πάνε «πέρα από την πολιτική», οι αναρχικοί δεν έχουν κατορθώσει πλήρως να αποφύγουν, τόσο στη θεωρία όσο και στην πράξη, μορφές πολιτικής οργάνωσης που είναι συμβατές (μολονότι όχι ταυτόσημες) με τον αναρχισμό νοούμενο ως απουσία/άρνηση της κυριαρχίας.
Με τον ίδιο τρόπο, στο οικονομικό πεδίο, ενώ αναγνωρίζουν κάτι «πέρα» από την οικονομία, πρότειναν πάντοτε οικονομικές μορφές οργάνωσης, οι οποίες ουσιαστικά συμπυκνώνονται σ’ ό,τι θα μπορούσαμε να αποκαλέσουμε «αυτοδιεύθυνση». Οι μορφές κυβέρνησης/μη-κυβέρνησης, που προτείνουν οι αναρχικοί για τις πολιτικές λειτουργίες της κοινωνίας, μπορούν ουσιαστικά να συμπυκνωθούν σ’ ό,τι έχει οριστεί ως «άμεση δημοκρατία». Ανεξάρτητα απ’ ό,τι μπορεί να έχει πει οMerlino, η δημοκρατία, ακόμα και στην άμεση μορφή της, δεν είναι αναρχισμός (το ίδιο ισχύει και για την αυτοδιεύθυνση). Δεν ισχύει ότι η εξουσία όλων είναι την ίδια στιγμή εξουσία κανενός ή τουλάχιστον δεν ισχύει απόλυτα. Εξακολουθεί να υφίσταται μια ορισμένη ποσότητα καταναγκαστικής εξουσίας, έστω κι αν αυτή ασκείται μέσω ηθικών κυρώσεων. Είναι εξουσία πάνω σε κάποιον, όχι εξουσία πάνω σε κανέναν. Έτσι, ακόμα και η περιορισμένη μορφή άμεσης δημοκρατίας, η δημοκρατία που λειτουργεί πρόσωπο με πρόσωπο και μέσω ομοφωνίας (δηλαδή μόνο μέσω ομόφωνων αποφάσεων), περιορισμένη ακόμα από την περιορισμένη περιοχή στην οποία ασκείται εμπράκτως, δεν είναι κατ’ ανάγκη αναρχική με όλη τη σημασία του όρου.
Μπορεί ίσως να είναι με πολιτικούς όρους, εφόσον θεωρητικά, όταν όλοι οι κανόνες είναι σταθεροί και όλες οι αποφάσεις λαμβάνονται από όλους και ιδιαίτερα από κάθε σχετιζόμενο με αυτές άτομο, δεν υπάρχει κυριαρχία. Η διάκριση αυτή, μεταξύ όλων και κάθε επιμέρους ατόμου, είναι σημαντική, εφόσον για την «ανθρωπολογική μορφή» που προτείνεται ως η βάση του αναρχισμού (αυτό που ένας συγγραφέας έχει αποκαλέσει κοινοτική ατομικό- τητα, η «πολιτική (αυτο)κυριαρχία» (political sovereignity) δεν εδράζεται ούτε στην κοινωνία ούτε στο άτομο, αλλά στη διαρκώς ανεπίλυτη ένταση μεταξύ των δύο. Εάν επικρατεί ο πρώτος όρος, ακόμα και με μια δημοκρατική μορφή, έχουμε τυραννία. Εάν επικρατήσει ο δεύτερος όρος, θα ακολουθήσουν η αποσύνθεση και η απώλεια νοήματος.
Ο αναρχισμός είναι αξιοζήλευτα ατομικιστικός, αλλά και . γενναιόδωρα κοινοτιστικός. Και έχει πλήρη συνείδηση ότι το μοναδικό άτομο ειναι επίσης αναπόφευκτα ένα κοινωνικό προϊόν και υποκείμενο. Εάν ο καθένας/μια συμμετέχει συνειδητά και ελεύθερα σε θεσμικές διαδικασίες και ταυτόχρονα σέβεται (όχι υποτάσσεται) τις διαδικασίες αυτές, τότε δεν έχουμε να κάνουμε με κυριαρχία ενός μέρους της κοινωνίας, ούτε με την κυριαρχία του συνόλου πάνω στο άτομο. Υπάρχει βέβαια το σημαντικό θεωρητικό πρόβλημα των θεσμών που έχουν θεσμισθεί στο παρελθόν και βρίσκονται ακόμα σε ισχύ λόγω μιας κοινωνικής αδράνειας, θεσμών στων οποίων τη δημιουργία δεν έχει συμμετάσχει το άτομο ή θεσμών τους οποίους δεν εγκρίνει και τους οποίους δεν μπορεί να τροποποιήσει, οι οποίοι συνεπώς αποτελούν μια μορφή κυριαρχίας του παρελθόντος πάνω στο παρόν, αλλά μπορούμε για την ώρα να παραβλέψουμε το πρόβλημα αυτό.
Έτσι, εάν ο καθένας/μια κλπ… η κυριαρχία (sovereignty) εδράζεται τόσο στο άτομο όσο και στη συλλογικότητα. Σε θεωρητικό επίπεδο, η άμεση δημοκρατία στην πιο «καθαρή» μορφή -ης μπορεί να συμβιβάσει το φαινομενικά ασυμβίβαστο. Εντούτοις, πρόκειται για μια πολύ περιορισμένη υπόθεση: ομόφωνη άμεση δημοκρατία, που μπορεί να εφαρμοστεί μόνο σε περιπτώσεις που δεν σχετίζονται με γενικευμένη εφαρμογή, δηλαδή σε μικρό επίπεδο και με εξαιρετική ομοιογένεια αξιών και συμφερόντων. Πέρα από αυτήν την πολύ περιορισμένη διάσταση, η εκπροσώπηση καθίσταται ουσιώδης. Εάν δεν υπάρχει μια πολύ ισχυρή ομοιογένεια, πρέπει να υπάρχει κάποιος μηχανισμός λήψης αποφάσεων πέρα και πάνω από την ομοφωνία. Εάν οι αποφάσεις ήταν πάντοτε και αποκλειστικά πραγματικά ομόφωνες, πολύ λίγες θα λαμβάνονταν, ακόμα και μέσα σε ομάδες με υψηλό επίπεδο κοινωνικής και πολιτισμικής ομοιογένειας.
Είναι αλήθεια ότι, όταν υπάρχει ένα ορισμένο επίπεδο ομοιογένειας και δεν υπάρχουν αντικρουόμενα συμφέροντα, μπορούν συχνά να επιτευχθούν αποφάσεις χωρίς μεγάλη δυσκολία ή εξοντωτικές συζητήσεις, εφόσον ένα άτομο (ή μια μειοψηφία) μπορεί κάλλιστα να αποσύρει την αντίθεσή του προς τις απόψεις και άρα τις αποφάσεις της πλειοψηφίας. Εντούτοις, αυτό θα μπορούσε ασφαλώς να ειδωθεί ως μια επιμέρους συναινετική) μορφή πλειοψηφικής απόφασης.
Όταν η συλλογικότητα που λαμβάνει αποφάσεις (είτε δέκα άνθρωποι, είτε εκατό, είτε χίλιοι…) είναι ετερογενής όσον αφορά στις αξίες και στα συμφέροντα, οι ομόφωνες αποφάσεις, ακόμα και στην πιο περιορισμένη μορφή που προαναφέρθηκε, καθίστανται δύσκολες, εάν όχι αδύνατες. Είναι σ’ αυτήν την περίπτωση που ο δημοκρατικός μηχανισμός της πλειοψηφίας φαίνεται ως το ελάχιστο κακό μεταξύ των δυνατών κριτηρίων λήψης αποφάσεων (ελάχιστα κακό σύμφωνα με την αναρχική οπτική). Οι πλειοψηφίες μπορεί να είναι απλές, απόλυτες, επαρκείς, ακόμα και υπερεπαρκείς (δύο τρίτα, τέσσερα πέμπτα, εννέα δέκατα…), παραμένουν όμως πλειοψηφίες. Όταν ο αναρχικός Ερρίκο Μαλατέστα απάντησε στον Μερλίνο, που τον είχε κατηγορήσει για τη θέση του ότι σε ορισμένες περιπτώσεις μια πλειοψηφική απόφαση είναι καλύτερη από καμιά απόφαση…, το έκανε αποδεχόμενος κατ’ ουσίαν το κριτήριο της πλειοψηφίας.18
Η κλίμακαΜόλις περάσουμε ένα ορισμένο αριθμητικό επίπεδο (εκατό άνθρωποι, πεντακόσιοι, χίλιοι), η άμεση δημοκρατία με την αυστηρή έννοια των πρόσωπο με πρόσωπο δημοκρατικών συνελεύσεων παύει να λειτουργεί. Δεν μπορεί να λειτουργήσει, επειδή προκειμένου να λειτουργεί η πρόσωπο με πρόσωπο δημοκρατία, πρέπει αυτοί που συμμετέχουν σε μια συνέλευση να γνωρίζονται μεταξύ τους έστω και λίγο και να έχουν ένα βαθμό αμοιβαίας εμπιστοσύνης. Πρέπει να είναι σε θέση να μιλούν μεταξύ τους και σε άλλες περιπτώσεις. Πρέπει επίσης να είναι σε θέση να συνεισφέρουν άμεσα στη συζήτηση που οδηγεί σε μία απόφαση, εφόσον αυτό αποτελεί ουσιώδες μέρος της διαδικασίας λήψης των αποφάσεων.
Οποιοσδήποτε έχει μιαν ορισμένη εμπειρία από συνελεύσεις γνωρίζει ότι, πέρα από ένα αριθμητικό όριο, αυτές τείνουν περισσότερο προς τη δημαγωγία παρά προς την άμεση δημοκρατία, με την πλειονότητα των «συμμετεχόντων» απλώς να παραβρίσκεται. Με τον τρόπο αυτό, το «κοινό» μεταβάλλεται από συμμετέχοντες σε θεατές με διαφορετικούς βαθμούς ενδιαφέροντος, ακριβώς όπως το κοινό σ’ ένα θέατρο (ή σ’ έναν κινηματογράφο ή μια συναυλία) ή σ’ έναν ποδοσφαιρικό αγώνα. Μετατρέπονται από το πράγμα στην αντιπροσώπευσή του, έστω κι αν ενέχονται συναισθηματικά. Η άμεση δημοκρατία καθίσταται αντιπροσωπευτική δημοκρατία.
Το πρώτο ερώτημα είναι πού βρίσκεται το όριο. Αυτό εξαρτάται από πολλούς παράγοντες: την πολυπλοκότητα των υπό συζήτηση θεμάτων, τη «δημοκρατική ωριμότητα» των συμμετεχόντων, τη γνώση τους γύρω από το θέμα, την ψυχολογική τους κατάσταση, την προθυμία τους να εμπλακούν πραγματικά στη διαδικασία λήψης της απόφασης και τη σχετική ομοιογένεια των αξιών και των πραγματικών συμφερόντων τους. Ανεξάρτητα όμως από τις συνθήκες, υπάρχει ένα όριο και δεν είναι πολύ υψηλό. Το μακροχρόνιο «ουτοπικό» πείραμα των ισραηλινών κιμπούτς καταδεικνύει ότι το ανώτατο όριο για να θεωρείται μια συνέλευση αμεσοδημοκρατική βρίσκεται στις ορισμένες εκατοντάδες ανθρώπων. Απέχει σίγουρα πολύ από τις εκατοντάδες χιλιάδες.
Το να συγκεντρώσεις έναν τέτοιο αριθμό ανθρώπων σ’ ένα στάδιο δεν σημαίνει ότι θα συζητήσουν ένα ζήτημα και θα φτάσουν σε συμφωνία επιδιώκοντας έναν αποδεκτό συμβιβασμό. Ακόμα και το να θέσεις μια απόφαση στην υποθετική ηλεκτρονική ψηφοφορία ενός εκατομμυρίου ανθρώπων σημαίνει ότι πρέπει να απλουστεύσεις το ζήτημα και τις πιθανές εναλλακτικές σ’ ένα δυαδικό ναι ή όχι. Σε μια τέτοια περίπτωση, αυτός που απλουστεύει το ζήτημα έχει ήδη κατά μια έννοια προκαθορίσει εν μέρει την απάντηση. Ούτε στο καλύτερο πιθανό σενάριο δεν μπορεί αυτό να θεωρηθεί άμεση δημοκρατία με την πραγματική έννοια του όρου.
Έτσι, πάνω και πέρα από την πρόσωπο με πρόσωπο δημοκρατία, υπάρχει αναπόφευκτα μια διάσταση δημοκρατίας που είναι κατά κάποιο τρόπο έμμεση, τουλάχιστον στην πράξη. Υπάρχουν ομοσπονδιακές και συνομοσπονδιακές μορφές «άμεσης» δημοκρατίας. Όπως είπε ο Μπακούνιν: «κάθε οργάνωση πρέπει να λειτουργεί από τα κάτω προς τα πάνω, από την κομμούνα προς το κεντρικό όργανο, το κράτος, διαμέσου της ομοσπονδίας».19 Τέτοιες ομοσπονδιακές και συνομοσπονδιακές μορφές πρέπει αναπόφευκτα να χρησιμοποιούν κάποια μορφή «εκπροσώπησης» (τα εισαγωγικά χρησιμοποιούνται για να διακρίνουν αυτήν την εκπροσώπηση από την ιδιαίτερη μορφή αντιπροσώπευσης που συναντάται στην αντιπροσωπευτική δημοκρατία). Η μορφή την οποία έχουν δώσει οι αναρχικοί σ’ αυτήν την «ομοσπονδιακή» εκπροσώπηση (τόσο στη θεωρία όσο και στην πράξη) είναι αυτή της «εξουσιοδοτικής και ανακλητής» εντολής. Η εντολή αυτή μπορεί οποιαδήποτε στιγμή να ανακληθεί από αυτούς που την έδωσαν, δηλαδή με αμεσοδημοκρατικό τρόπο με την αυστηρή έννοια του όρου. Είναι δύσκολο, αλλά όχι αδύνατο, να φανταστούμε αυτήν την αμεσότητα ακόμα και για εντολές δεύτερου και τρίτου βαθμού (εντολοδόχοι που εκλέγονται από εντολοδόχους και ούτω καθεξής).
Η εξουσία της εντολής προκύπτει, επειδή η πολιτική είναι η τέχνη της μεσολάβησης, του συμβιβασμού και η διαδικασία λήψης των αποφάσεων (σ’ όλα τα επίπεδα, από την τοπική συνέλευση μέχρι όλα τα διαφορετικά επίπεδα εκπροσώπησης) είναι μια διαδικασία συμβιβασμού μεταξύ απόψεων και συμφερόντων, που δεν είναι απαραίτητο να είναι αντιτιθέμενα (αν και μερικές φορές είναι) όσο διαφορετικά. Πώς είναι λοιπόν δυνατό να βρεθεί μια ισορροπία στη βάση εξουσιοδοτικών, δηλαδή άκαμπτων, εντολών; Μόνο εντολές που χαρακτηρίζονται από εύλογη ευελιξία μπορούν να πετύχουν έναν ικανοποιητικό συμβιβασμό.
Μεταξύ των τριών στοιχείων άμεσης δημοκρατίας που οι αναρχικοί θεωρούν ως «αναγκαία» (ομοφωνία, μια εξουσιοδοτική και ανακλητή εντολή), δύο τουλάχιστον -εάν εκληφθούν κατά γράμμα- είναι δύσκολο να συμβιβαστούν (για να το θέσουμε ήπια) με τη λειτουργία μιας κοινωνίας που είναι κατά τι περισσότερο πολύπλοκη από αυτή των Inuit (Εσκιμώοι), των Yanomani (ινδιάνοι του Αμαζονίου) ή των Nuer (από το Σουδάν). Αυτό, εάν εκληφθούν κατά γράμμα. Αξίζει να αφήσουμε προς το παρόν αυτό το ζήτημα στην άκρη και να επιστρέψουμε στην αντιπροσωπευτική δημοκρατία.
Οι κυρίαρχοι και οι κυριαρχούμενοιΗ δημοκρατία, όπως γίνεται γενικά αντιληπτή και όπως την εκθειάζουν διάφοροι αυτόκλητοι φιλελεύθεροι δημοκράτες, είναι η αντιπροσωπευτική δημοκρατία και όχι η δημοκρατία καθαυτή. Ακόμα και η «λαϊκή δημοκρατία» των πρώην αυτοαποκαλούμενων σοσιαλιστικών κρατών ήταν αντιπροσωπευτική δημοκρατία, με τους δικούς της φυσικά όρους. Ακόμα και ο φασισμός ήταν με τον τρόπο του μια αντιπροσωπευτική δημοκρατία. Η «πολιτική τάξη» του αντιπροσώπευε τον ιταλικό «δήμο» ήταν απλώς οι μορφές αντιπροσώπευσης που διέφεραν από αυτές των πλουραλιστικών πολιτικών συστημάτων. Δεν θα πρέπει να παραβλέπουμε το γεγονός ότι η ελευθερία του λόγου, του τύπου, της συναναστροφής… ήταν περιορισμένη. Αλλά τότε ό,τι ανήκει στη φιλελεύθερη σφαίρα δεν ανήκει κατ’ ανάγκη και στη δημοκρατική.
Δεν μπορεί να αρνηθεί κανείς ότι, στην αυγή του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου, το φασιστικό καθεστώς απολάμβανε της υποστήριξης, ενεργητικής ή παθητικής, της πλειονότητας των Ιταλών, δηλαδή του λαού. Ούτε ότι η Camera dei Fasci e delle Corporazioni (η ιταλική φασιστική βουλή) δεν ήταν ένα εκλεγμένο σώμα που αντιπροσώπευε το δήμο. Ένας φίλος μου αναρχικός από την Πορτογαλία μου επεσήμανε ότι το καθεστώς του Antonio Salazar έκανε τακτικά ημιδημοκρατικές εκλογές και τις κέρδιζε όλες. Ακόμα και στις τελευταίες, λίγο πριν από την «επανάσταση των γαρυφάλλων», το καθεστώς κέρδισε μια ομολογουμένως ισχνή πλειοψηφία. Δεν προσπαθώ να θέσω στο ίδιο επίπεδο το φασισμό και τη φιλελεύθερη δημοκρατία -τέτοιες λογικές ακροβασίες θα ταίριαζαν στο χειρότερο αναρχικό «junk shop».
Προσπαθώ απλώς να δείξω ότι ο όρος δημοκρατία καλύπτει ένα σημασιολογικό χώρο που εκτείνεται από την άμεση δημοκρατία με την αυστηρή έννοια ως την εξουσιαστική δημοκρατία, περνώντας, μέσα από μορφές περιορισμένης και ελεγχόμενης εκπροσώπησης, σε μορφές αντιπροσώπευσης που είναι γενικά περιορισμένες (πραγματικά «περιορισμένοι συνεταιρισμοί») και ανανεώνονται περιοδικά μέσω της εκλογικής διαδικασίας (με τη διπλή έννοια της εκλογής και της επιλογής), μορφές που συνενώνουν τα στοιχεία της συμφωνίας και κοινής αποδοχής σε διαφορετικούς βαθμούς.
Εάν η άμεση δημοκρατία στην «καθαρή» της μορφή αποτελεί τον έναν πόλο σ’ αυτό το συνεχές, η φιλελεύθερη εκδοχή της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας (η οποία είναι η καλύτερη μορφή που έχει συγκροτηθεί διανοητικά ή που £ τελεί σύμπτωση το γεγονός ότι σε περιόδους κοινωνικής κρίσης, όταν τίθεται αντιμέτωπη όχι τόσο με τον κίνδυνο μιας επανάστασης αλλά ενός ριζοσπαστικού μετασχηματισμού της οικονομικής δύναμης, η φιλελεύθερη δημοκρατία έχει επιδείξει ιδιαίτερη ευκολία ή προθυμία να «αφεθεί να μετατραπεί» στην εξουσιαστική/δεσποτική της μορφή (και σ’ ορισμένες περιπτώσεις σε πραγματική δικτατορία) για όσο χρονικό διάστημα μπορεί να χρειάζεται για την ανοικοδόμηση επαρκούς υποστήριξης προς την άρχουσα/κυρίαρχη τάξη για μια επιστροφή σε μια περισσότερο «φιλελεύθερη» μορφή δημοκρατίας.
Είναι απολύτως φυσικό ότι η φιλελεύθερη αντιπροσωπευτική δημοκρατία θα πρέπει να βρίσκεται πλησιέστερα προς τον εξουσιαστικό πόλο παρά προς τον ελευθεριακό. Στην πραγματικότητα, αποτελεί το «ανθρώπινο πρόσωπο» της «λογικής» διάκρισης μεταξύ άρχοντα και αρχόμενου, το πολιτικό ανάλογο της διάκρισης μεταξύ κυρίαρχου και κυριαρχούμενου, της ταξικής διάρθρωσης της κοινωνίας και της ιεραρχικής δομής της. Δεν υπάρχει λόγος να επεξεργαστούμε εδώ το ζήτημα αυτό, μιας και υπάρχει αφθονία κειμένων,2′ αναρχικών και μη, που έχουν καταρρίψει το μύθο της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας, δηλαδή το μύθο ότι αυτή αποτελεί πραγματική δημοκρατία με την αυθεντική έννοια του όρου. Η δημοκρατία είναι η κυβέρνηση του δήμου [ελληνικά στο κείμενο], δηλαδή του λαού. Ο δήμος έχει ορισθεί με διάφορους τρόπους: στη βάση του φύλου, της ιδιότητας του πολίτη, του πλούτου, της ηλικίας και ούτω καθεξής.20
Στην ευρύτερη μορφή του (όπως για παράδειγμα, στην Ιταλία σήμερα) περιλαμβάνει στην ουσία όλους τους πολίτες άνω των 18 ετών (πράγμα που διαφέρει από το σύνολο των κατοίκων), ανεξάρτητα από την τάξη, τον πλούτο, το φύλο και τη φυλή. Πώς λοιπόν αυτός ο δήμος, δηλαδή η συντριπτική πλειονότητα των Ιταλών, ασκεί αυτήν την κυβέρνησή του, την «εξουσία» του; Δεν την ασκεί αυτοπροσώπως. Αυτό θα ήταν αυτοκυβέρνηση, άμεση δημοκρατία. Αντίθετα, εκχωρεί το αναγνωρισμένο δικαίωμά του σε μια εκλεγμένη ολιγαρχία, η οποία στη συνέχεια ασκεί αυτήν την εξουσία στο όνομά του. Και το θέμα δεν τίθεται σαν να υπήρχε μόνο η επιλογή μεταξύ ενός απίθανου αναρχισμού και μιας εκλογικής ολιγαρχίας (αντιπροσωπευτική δημοκρατία)… Ο Dahl21 λέει ότι μολονότι η αντιπροσωπευτική δημοκρατία μπορεί να έχει σημαντικότατα μειονεκτήματα (άλλος ένας ευφημισμός) δεν υπάρχει καλύτερη λύση…
Εντούτοις, υπάρχει. Υπάρχει η εναλλακτική της άμεσης δημοκρατίας, διαρθρωμένης σ’ ένα σύστημα ομοσπονδιών και συνομοσπονδιών, με την ευρύτερη έννοια, στα πλαίσια μιας πλήρως αποκεντρωμένης πολιτικής σφαίρας, στην οποία η εξουσιοδότηση, ακόμα και των εντολοδόχων στις βασικές κοινωνικές δομές, μπορεί να ανακληθεί και να περιοριστεί σε συγκεκριμένες αποφάσεις (έχοντας ωστόσο το σχετικό χώρο για ελιγμούς) και όπου η εξουσία που μεταβιβάζεται σε μια συντονισμένη κατάσταση είναι πάντοτε μικρότερη από αυτήν που δε μεταβιβάζεται. Αυτό θα αποτελούσε μια δημοκρατία στην οποία η διακυβέρνηση μιας κοινότητας δέκα χιλιάδων κατοίκων ασκείται πρωταρχικά με βάση τις δικές της αποφάσεις και όχι με βάση τις αποφάσεις της επαρχίας, της περιφέρειας κλπ, κλπ σε μια ομοσπονδιακή διαδοχή.
Αυτή θα ήταν μια δημοκρατία στην οποία οι «περιφερειακές» πολιτικές οντότητες (γειτονιές ή μικρές πόλεις ή περιφέρειες) δε συγκροτούνται στη βάση μιας κεντρικής μεταβίβασης εξουσιών από μια κεντρική εξουσία, αλλά μια δημοκρατία στην οποία το «κεντρικό» σώμα είναι ένα ομοσπονδιακό σύστημα, στο οποίο μεταβιβάζεται μερικά η εξουσία που πηγάζει από τη βάση. Δεν πρόκειται για ένα παιχνίδι λέξεων. Στην αντιπροσωπευτική δημοκρατία, από την άλλη μεριά, η εξουσία λήψης αποφάσεων εκχωρείται σ’ ένα σώμα επαγγελματιών πολιτικών και η μόνη εξουσία που αφήνεται στο δήμο είναι αυτή της επιλογής των αντιπροσώπων του (υπό συνθήκες που επιτρέπουν τη διατύπωση βάσιμων αμφιβολιών σε σχέση με την πραγματική και συνειδητή ελευθερία επιλογής) και η εξουσία μεγαλώνει παρά μειώνεται καθώς κινούμαστε από την πολιτική «περιφέρεια» προς το κέντρο, από το τοπικό προς το εθνικό.
Πρόκειται για μια διαφορετική διάσταση της δημοκρατίας. Δεν είναι ο δήμος που αυτοκυβερνείται, έστω και με αντιφάσεις που δεν μπορούν να εξαλειφθούν, μπορούν όμως να ελεγχθούν από τη στιγμή που αναγνωριστεί η ύπαρξή τους, αλλά ένας δήμος στο όνομα του οποίου κυβερνά κάποιος άλλος, με ορισμένους μηχανισμούς δημιουργίας πραγματικής ή κατ’ επίφαση συναίνεσης. Υπάρχει ένα ποιοτικό χάσμα στο χαρακτήρα του φαινομενικού συνεχούς των μορφών της δημοκρατίας.
Μια δημοκρατία συμβατή με την αναρχική άρνηση της κυριαρχίας (και με πολιτικούς όρους της διάκρισης μεταξύ αρχόντων και αρχόμενων) είναι αναγκαστικά μια «άμεση» δημοκρατία με την έννοια που δώσαμε παραπάνω, δηλαδή μια δημοκρατία που βασίζεται πρωταρχικά σε δημοκρατικές συνελεύσεις και με ένα αναγκαίο αλλά ελεγχόμενο σύστημα προσωρινών πολιτικών εντολοδόχων. Οι εντολοδόχοι μπορεί να εκλέγονται ή να καθορίζονται με κλήρο (γιατί όχι; -έτσι συνέβαινε με τους αξιωματούχους στην κλασική Αθήνα), θα είναι όμως πραγματικοί εκπρόσωποι. Σε καμιά περίπτωση δεν θα υπάρχει μια πολιτική τάξη (το αν αποτελείται από ένα κόμμα ή από περισσότερα δεν κάνει καμιά διαφορά) αποκομμένη από το δήμο λόγω του απλού γεγονότος ότι συγκροτείται από επαγγελματίες πολιτικούς.
Ένα μοντέλοΤο να σχεδιάζουμε μορφές άμεσης δημοκρατίας είναι ήδη μια κίνηση πέρα από τη δημοκρατία, όπως γίνεται αυτή γενικά αντιληπτή, δηλαδή ως αντιπροσωπευτική φιλελεύθερη δημοκρατία. Αυτός ο χώρος πέρα από τη δημοκρατία (όπως έχουμε ήδη πει περισσότερες από μία φορές) προϋποθέτει μια δημοκρατία που να είναι ταυτόχρονα ευρύτερη και διαφορετική. Η άμεση δημοκρατία δίνει πολύ μεγαλύτερη εξουσία σε κάθε άτομο που συναποτελεί το δήμο, διαχωρίζοντας, αποκεντρώνοντας και διαχέοντας την πολιτική δύναμη. Η άμεση δημοκρατία είναι μια διακριτική προσέγγιση της πολιτικής αναρχίας (απουσία κυριαρχίας) και στην πραγματικότητα, τόσο στη θεωρία (όπως με τον Προυντόν και τον Μπακούνιν) όσο και στην πράξη (στις διάφορες επαναστατικές καταστάσεις όπως στην Ισπανία το 1936, όπου οι αναρχικοί έπαιξαν αποφασιστικό ρόλο) οι πολιτικές μορφές που προτείνονται και γίνονται αντικείμενο πρακτικής εφαρμογής είναι αυτές της «άμεσης δημοκρατίας σε ομοσπονδιακή βάση».
Αυτή είναι μια καλή προσέγγιση του πολιτικού αναρχισμού. Δεν είναι τίποτα περισσότερο ούτε όμως τίποτα λιγότερο. Ο πολιτικός αναρχισμός θεμελιώνεται σίγουρα σε κάτι πολύ «πέρα» από αυτό, αλλά όπως το χριστιανικό ιδεώδες είναι η αγιότητα «καθ’ ομοίωση του Χριστού» και παρόλ’ αυτά οι χριστιανοί, συμπεριλαμβανομένων των αγίων, συμβιβάζονται με λιγότερα, στην πραγματικότητα με πολύ λιγότερα, με το να παλεύουν δηλαδή για το ιδανικό, το ίδιο κάνουν και οι αναρχικοί. Ο αναρχισμός προχωρά πέρα από τη δημοκρατία και κατά μία ακόμη έννοια. Όπως έχουμε ήδη πει, ο αναρχισμός είναι μια αρχή οργάνωσης της πραγματικότητας, που προχωρά πέρα από την πολιτική σφαίρα (και πράγματι πέρα ακόμα και από την κοινωνική σφαίρα, αλλά αυτό το θέμα ξεπερνά τον ορίζοντα αυτού του άρθρου). Ως μια φιλοσοφική, ηθική και αισθητική αρχή επεκτείνεται πέρα από την πολιτική αρένα (που είναι αυτή της δημοκρατίας) και πράγματι την απορρίπτει.
Εκτείνεται πέρα από αυτή, επειδή ακόμα και το ακραίο μοντέλο άμεσης δημοκρατίας δεν είναι πραγματικά επαρκές. Μια πρόσωπο με πρόσωπο συνέλευση μπορεί να περάσει ομόφωνες αποφάσεις που να είναι πραγματικά ασύμβατες με τον αναρχισμό. Η άμεση δημοκρατία της Αθήνας μπορούσε να κάψει τα βιβλία του Πυθαγόρα ή να καταδικάσει τον Σωκράτη σε θάνατο, αλλά κανείς δεν μπορεί να υποχρεώσει έναν αναρχικό να αποδεχτεί το δίκαιο μιας ετυμηγορίας που τιμωρεί ετερόδοξες ιδέες. Η ομοφωνία, ή ακόμα λιγότερο η πλειοψηφία, μπορεί να γίνονται αποδεκτές από τους αναρχικούς ως το κριτήριο για τη λήψη πολιτικών αποφάσεων σε συγκεκριμένα πλαίσια, ποτέ όμως ως τρόπος λήψης αποφάσεων με απόλυτους όρους σε σχέση με το τι είναι καλό και τι κακό, τι είναι όμορφο και τι άσχημο. Ακόμα και οι φιλελεύθεροι θεωρούν ότι ορισμένες περιοχές «ανθρώπινων δικαιωμάτων» εκτείνονται έξω από τον πλειοψηφικό μηχανισμό και έχουν αρκετές συνειδητές αμφιβολίες σε σχέση με την εξουσία της πλειοψηφίας.
Για παράδειγμα: «σύμφωνα με το δημοκρατικό δόγμα, το απλό γεγονός ότι η πλειοψηφία θέλει κάτι είναι αρκετό για να κάνει αυτό το κάτι καλό. [...] η βούληση της πλειοψηφίας καθορίζει όχι μόνο ότι κάτι είναι νόμος, αλλά και ότι είναι έ