Ο θάνατος του ποδηλάτη στην Κύπρο
(Με αφορμή δυο δημοσιεύματα του "Πολίτη")
Στον Χρίστο Ζάνο
Η σουρεαλιστική ρήση του Ανδρέα Εμπειρίκου ότι "η ποίησις είναι ανάπτυξις στίλβοντος ποδηλάτου" φαίνεται εύλογη, αν αναλογιστούμε ότι οι περιστρεφόμενες ρόδες του οχήματος αυτού έχουν ακτίνες που μοιάζουν με εκείνες του ήλιου, ότι το ηλιακό φως αντανακλάται στα γυαλιστερά μέρη του ποδηλάτου όλες τις ώρες του πρωινού, του μεσημεριού και του ηλιοβασιλέματος, κάνοντάς τις να λάμπουν, κι ακόμα ότι το δίτροχο αυτό μεταφορικό μέσο διαθέτει ένα σχήμα ποιητικό και καλλιτεχνικό.
Πολύ πριν από τον Εμπειρίκο, ένας άλλος σουρεαλιστής, ο Γάλλος ζωγράφος και γλύπτης Marchel Duchamp, είχε στήσει μια ρόδα ποδηλάτου πάνω σε ένα βάθρο, μετατρέποντάς την σε καλλιτεχνικό έργο παγκοσμίου φήμης.
Όμως το ποδήλατο είναι κι ένα σύμβολο του εργάτη. Οι ιδιαίτερες ώρες αναχώρησης και επιστροφής τού χειρώνακτα προς και από τη δουλειά του, καθώς και η ιδιαιτερότητα του τόπου δουλειάς, δεν επέτρεπαν τη μετακίνησή του με λεωφορείο. Συνεπώς, το ποδήλατο ήταν το καλύτερο μεταφορικό μέσο.
"Ο θάνατος του ποδηλάτη" του Χουάν Αντόνιο Μπαρντέμ γυρίστηκε μέσα σε ένα περιβάλλον αφόρητης τρομοκρατίας και λογοκρισίας της δικτατορίας του Φράνκο, κι όμως κατάφερε να δείξει και να μεταδώσει κάποιες συγκλονιστικές αλήθειες. Ένας γνωστός καθηγητής πανεπιστημίου, μέλος του μεγαλοαστικού ισπανικού κατεστημένου, επιστρέφει με το πολυτελές αυτοκίνητό του και τη φιλενάδα του, που είναι κι αυτή μια γυναίκα της μεγαλοαστικής κοινωνίας, από ένα ολονύκτιο σεξουαλικό όργιο, πιθανόν σε κάποιο πολυτελές ξενοδοχείο. Κατά την απρόσεκτη, μεθυσμένη και νυσταλέα οδήγησή του, παρασύρει έναν εργάτη, που πήγαινε με το ποδήλατο στη δουλειά του. Οι δυο μεγαλοαστοί φοβισμένοι εγκαταλείπουν τον τραυματισμένο ποδηλάτη. Και την άλλη μέρα πληροφορούνται από εφημερίδες τον θάνατό του.
Ο καθηγητής κυριεύεται από αφόρητες τύψεις συνειδήσεως. Πώς θα μπορούσε τώρα πια να αντικρίζει καθημερινά τους φοιτητές και τις φοιτήτριές του και πώς να διδάσκει στα νιάτα την ηθική, την αλήθεια και τον ανθρωπισμό, όταν θα ήξερε βαθιά μέσα του ότι κτύπησε έναν άνθρωπο και τον εγκατέλειψε αβοήθητο στη μέση του δρόμου μέχρι να πεθάνει; Πώς θα μπορούσε να κοιτάζει τον εαυτό του στον καθρέφτη χωρίς περιφρόνηση, αν δεν έδειχνε το στοιχειώδες θάρρος να παραδεχτεί το έγκλημά του και να αναλάβει την ευθύνη του; Έτσι, αντί να συνεχίσει τη ζωή του ελεύθερος και αδιάφορος σαν να μη συμβαίνει τίποτε, αποφάσισε να καταγγείλει τον εαυτό του και να παραδοθεί στην Αστυνομία.
Ο θάνατος του ποδηλάτη στην Κύπρο είναι πολύ διαφορετικός. Έχει τη μορφή μιας εσκεμμένης προσχεδιασμένης δολοφονίας, η οποία εκτελείται με σαδιστικό τρόπο. Δεν συνοδεύεται από μεταμέλεια, αλλά από περηφάνια και γίνεται αιτία έπαρσης από αυτούς που την εκτελέσανε. Πολλά χρόνια αργότερα τα αντικειμενικά γεγονότα προκαλούν ενοχή στις ψυχές των συμμετασχόντων, είτε αυτών που ήταν παθητικοί μάρτυρες των γεγονότων. Μια συλλογική, μαζική ενοχή χωρίς κάθαρση.
Στα 1958, ο εργάτης Σάββας Μένοικος επέστρεφε από τη δουλειά προς το σπίτι του, με ποδήλατο, την ώρα του ηλιοβασιλέματος. Τρεις συγχωριανοί του, με επικεφαλής τον Π., του είχανε στήσει καρτέρι στον δρόμο. Υπήρχε σχέδιο εξόντωσής του μόνο και μόνο επειδή ήταν αριστερός. Οι τρεις επίδοξοι δολοφόνοι του ποδηλάτη ανήκανε στην ΕΟΚΑ, σύμφωνα με τις πληροφορίες του πρώην βουλευτή Μιχάλη Πουμπουρή, της δημοσιογράφου Σεβγκιούλ Ουλουντάγ ("Πολίτης", 25/1/09) και πολλών άλλων ακόμα. Οι τρεις "αγωνιστές" κατέβασαν τον Μένοικο από το ποδήλατό του, τον φόρτωσαν σε ένα αυτοκίνητο και τον οδήγησαν στο χωριό Ριζοκάρπασο, όπου τον έδεσαν στερεά στον κορμό ενός ευκαλύπτου, στην αυλή της εκκλησιάς. Χτύπησαν την καμπάνα κι ένα μεγάλο μέρος του χωριού μαζεύτηκε στον τόπο όπου θα γινόταν η ανθρωποθυσία. Νέοι, γέροι, γυναίκες, παιδιά, με επικεφαλής του τρεις "αγωνιστές", χρησιμοποίησαν πέτρες, δρεπάνια, τσεκούρια και άλλα γεωργικά εργαλεία, για να λιντσάρουν τον εργάτη-ποδηλάτη.
Κανείς δεν ζήτησε συγγνώμη, κανείς δεν δικάστηκε, κανείς δεν καταδικάστηκε. Αντίθετα, οι πρωτεργάτες και αρκετοί άλλοι συνέχισαν για πολλά χρόνια να έχουν αισθήματα περηφάνιας, επειδή εξόντωσαν έναν "προδότη", έναν εχθρό.
Πρόσφατα, ο ηθοποιός και σκηνοθέτης Χρίστος Ζάνος, με κείμενό του στην εφημερίδα "Πολίτης", (8/2/09) αποκάλυψε άλλη μια δολοφονία εργάτη-ποδηλάτη. Ο Ζάνος, έφηβος ακόμα, δούλευε σε οικοδομικές εργασίες ως γραφέας. Καταμετρούσε και σημείωνε σε ένα δεφτέρι τα υλικά που κουβαλούσαν τα φορτηγά: χαλίκια, άμμο, τσιμέντο, σίδερα κλπ. Το βράδυ όταν σχολνούσε, μεταφερόταν πίσω στην Αμμόχωστο με κάποιο από τα πολλά φορτηγά που έκανε το δρόμο της επιστροφής. Εκείνο το δειλινό οδηγός ήταν ο Γ. Ανήκε σε μια ομάδα τεσσάρων αδερφών που υπάκουαν στον Πολύκαρπο Γιωρκάτζη, εθνικιστή αγωνιστή της ΕΟΚΑ, τομεάρχη της Λευκωσίας, και μετά την ανεξαρτησία της Κύπρου, παντοδύναμο υπουργό Εσωτερικών. Ο φορτηγατζής, όταν είδε έναν Τουρκοκύπριο εργάτη που επέστρεφε με το ποδήλατο από τη δουλειά του, κυριεύτηκε κι αυτός από εθνικιστική μανία.
- Τον πεζεβέγκη, τον σκυλότουρκο, αναφώνησε, και οδήγησε το φορτηγό του εναντίον του ποδηλάτη, με το μένος που ο Αχιλλέας οδηγούσε το άρμα του εναντίον των Τρώων κι ο Μέγας Αλέξανδρος το άλογό του εναντίον των βαρβάρων. Ο ποδηλάτης-εργάτης έγινε λιώμα κάτω από τις τεράστιες ρόδες του φορτηγού, που συνέχισε περήφανα το δρόμο του.
Ο Χρίστος Ζάνος διάβασε για το θάνατο του Τουρκοκύπριου ποδηλάτη την άλλη μέρα στις εφημερίδες. Επί πενήντα χρόνια κρατούσε μέσα του το φοβερό μυστικό, μαζί με μια ενοχή που φούντωνε όσο περνούσε ο καιρός. Ενοχή, επειδή σιώπησε και δεν αποκάλυψε τη δολοφονία, ώστε να τιμωρηθεί ο φονιάς και να επέλθει κάθαρση. Ενοχή, επειδή όπως πιστεύει η ίδια σιωπή χιλιάδων Ελληνοκυπρίων σε ανάλογες περιπτώσεις εξέθρεψε το θηρίο του σοβινισμού, διήγειρε τα αντίστοιχα συναισθήματα στην τουρκοκυπριακή κοινότητα και κατασπάραξε αμέτρητους ανθρώπους των δυο κοινοτήτων, ανάμεσά τους και τον αδελφό του Χρίστου Ζάνου, που δολοφονήθηκε από Τούρκους στρατιώτες. Ένας μεγαλοαστός καθηγητής πανεπιστημίου, που σκότωσε εξ αμελείας έναν εργάτη-ποδηλάτη, είχε τη γενναιότητα να παραδοθεί την άλλη μέρα, για να υποστεί την τιμωρία και να καθαρίσει το ρύπος της ψυχής του. Μυριάδες Ελληνοκύπριοι, επί μισό αιώνα, δεν είχαν αυτή τη γενναιότητα. Προτίμησαν να κρατήσουν την ενοχή μέσα τους και να βολεύονται σε μια ζωή υπερκατανάλωσης και εκτόνωσης, μέσω του σεξ, του ποδοσφαίρου και της τηλεόρασης. Βέβαια, η τρομοκρατία και ο φόβος μήπως και αυτοί θανατωθούν ως προδότες, τους απέτρεπε από αυτή τη δημόσια εξομολόγηση. Εξάλλου, μια καταγγελία αυτών των εγκλημάτων δεν θα είχε κανένα καθαρτικό αποτέλεσμα, μια και αυτοί που συμμετείχαν ανήκαν στο κατοπινό κατεστημένο της Κυπριακής Δημοκρατίας, και συνεπώς θα έμεναν ατιμώρητοι. Όμως, έτσι κι αλλιώς, η ποίηση και η αθωότητα του στίλβοντος ποδηλάτου εξαφανίστηκαν για πάρα πολλές δεκαετίες από την Κύπρο.
ΝΕΑΡΧΟΣ ΓΕΩΡΓΙΑΔΗΣ
Κωδικός άρθρου: 858743
ΠΟΛΙΤΗΣ - 15/03/2009, Σελίδα: 6