Δύο βομβιστικές επιθέσεις με παγιδευμένα αυτοκίνητα εναντίον κυβερνητικών κτιρίων στο κέντρο της Βαγδάτης, προκάλεσαν το θάνατο περισσότερων από 130 ανθρώπων και τον τραυματισμό 712.
Τις δύο αυτές επιθέσεις η ιρακινή κυβέρνηση αποδίδει στην αλ Κάιντα και στους συμμάχους της, με στόχο να τορπιλίσουν τις βουλευτικές εκλογές του Ιανουαρίου.
Πρόκειται για την αιματηρότερη επίθεση στην ιρακινή πρωτεύουσα από τον Απρίλιο του 2007, όταν 140 άνθρωποι βρήκαν το θάνατο σε πολυσύχναστη αγορά.
Η πρώτη επίθεση σημειώθηκε στις 10:30 τοπική ώρα στα υπουργεία Δικαιοσύνης και Δημοσίων Έργων στην οδό Χάιφα και δέκα λεπτά αργότερα μια δεύτερη έκρηξη σημειώθηκε μπροστά στην έδρα του κυβερνήτη της Βαγδάτης στον ίδιο τομέα.
«Τα εγκλήματα του Μπαάθ και της αλ Κάιντα δεν θα καταφέρουν να εμποδίσουν την πολιτική διαδικασία και την διεξαγωγή των εκλογών. Είναι το ίδιο χέρι που βάφτηκε με αίμα από τις επιθέσεις της 19ης Αυγούστου. Θα τιμωρήσουμε τους εχθρούς του Ιράκ», είπε ο πρωθυπουργός Νούρι αλ-Μάλικι, ο οποίος βρέθηκε στο σημείο των δύο επιθέσεων.
Ο πρεσβευτής των ΗΠΑ στη Βαγδάτη Κρίστοφερ Χιλ και ο διοικητής των αμερικανικών δυνάμεων στο Ιράκ Ρέι Οντιέρνο καταδίκασαν την διπλή επίθεση. Κάλεσαν «τους Ιρακινούς να εργαστούν από κοινού για να αντιμετωπίσουν όλες τις μορφές βίας και εκφοβισμού».
Λίγο μετά τις εκρήξεις, δεκάδες πτώματα ήταν σκορπισμένα στο δρόμο μπροστά από τα δύο υπουργεία και πολλά αυτοκίνητα με οδηγούς και επιβάτες ήταν τυλιγμένα στις φλόγες.
Πολλοί κάτοικοι της Βαγδάτης στράφηκαν εναντίον των αστυνομικών, όπως ο Μαχάμαντ Ράντι, υπάλληλος του υπουργείου Δικαιοσύνης, ο οποίος αναζητούσε την αδελφή του. «Τα μηχανήματα που διαθέτουν δεν εντοπίζουν τα εκρηκτικά. Περνούν την ώρα τους κουβεντιάζοντας και μιλώντας στο τηλέφωνο αντί να ελέγχουν τα αυτοκίνητα», κατήγγειλε.
Ο επικεφαλής των ιρακινών χερσαίων δυνάμεων, στρατηγός Αλι Γεϊντάν προειδοποίησε για βίαιες επιθέσεις τους επόμενους μήνες λόγω των εκλογών. Επίσης, εξέφρασε την ανησυχία του για αντίποινα σε περίπτωση που αναβληθούν οι εκλογές.