Η προηγούμενη αποικιοκρατική δύναμη Γαλλία διατήρησε τη μεγαλύτερη ξένη στρατιωτική παρουσία στην Αφρική από τότε που οι περισσότερες χώρες της ηπείρου απέκτησαν την ανεξαρτησία τους κατά τις δεκαετίες ‘50 και ‘60. Αλλά η Γαλλία μείωσε την ένοπλη παρουσία της στην ήπειρο κατά δύο τρίτα στο τέλος του τελευταίου αιώνα, αν και συνεχίζει να επεμβαίνει δυναμικά, αλλά και κατά αμφισβητούμενη τρόπο. Για παράδειγμα, κάτω από ένα «Αμοιβαίο Αμυντικό Σύμφωνο» το 1961, επιτράπηκε στις γαλλικές δυνάμεις να έχουν μια μόνιμη παρουσία σε χώρες όπως η Ακτή του Ελεφαντόδοντος, όπου το ισχυρό 43ο Σύνταγμα Πεζοναυτών, αποτελούμενο από 500 άντρες, έχει ως βάση του το λιμάνι Bouet δίπλα στον αερολιμένα του Αμπιτζάν.
Όταν ο εμφύλιος πόλεμος εξερράγη στη χώρα αυτή τον Σεπτέμβρη του 2002, η Γαλλία απέστειλε μια επιπρόσθετη «δύναμη σταθεροποίησης», η οποία αριθμεί τώρα περίπου 4.000, η οποία αυξήθηκε το 2003 κατά 1.500 «ειρηνοποιούς» της Οικονομική Κοινότητα Δυτικών Αφρικανικών Κρατών (ECOWAS), δηλαδή στρατιώτες που ήρθαν από χώρες όπως η Σενεγάλη, η Γκάνα, το Μπενίν, το Τόγκο και η Νιγηρία. Τον Ιανουάριο του 2006, ο ΟΗΕ επεξέτεινε το χρόνο διάρκειας της λειτουργίας αυτής της δύναμης μέχρι τον Δεκέμβρη του 2006.
Αλλά αυτό που υποσκελίζει τη γαλλική στρατιωτική παρουσία στην Αφρική είναι ήδη μια σειρά νέων ξένων στρατιωτικών και πρωτοβουλιών αστυνόμευσης από την πλευρά των ΗΠΑ και της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Φαίνεται ότι οι ΗΠΑ έχουν επινοήσει ένα νέο Δόγμα Μονρόε για την Αφρική (ο όρος αυτός έχει γίνει συνώνυμο του δόγματος των αμερικανικών επεμβάσεων στις λατινοαμερικάνικες χώρες που θεωρούνται η «πίσω αυλή» των ΗΠΑ).
Κάτω από το καθεστώς του «πολέμου ενάντια στην τρομοκρατία» και το σχετικό δόγμα το καθεστώτος του George Bush, οι ΗΠΑ έχουν οριοθετήσει ένα τεράστιο κομμάτι γης, που αρχίζει από την Κολομβία και τη Βενεζουέλα στη Νότια Αμερική, περνάει από τις χώρες του Μαγκρέμπ στην Αφρική, τη Σαχάρα και τις χώρες Sahel στη Μέση Ανατολή και φτάνει ως την κεντρική Ασία, χρακτηρίζοντάς το ως «ασταθές τόξο», στο οποίο και οι πραγματικοί και οι υποτιθέμενοι τρομοκράτες μπορούν να βρουν καταφύγιο ή και να εκπαιδευτούν.
Στην Αφρική, η οποία υπάγεται στο ευρωπαϊκό σκέλος του αμερικανικού στρατού (EUCOM), οι ΗΠΑ έχουν συνάψει συμφωνίες με τη Γαλλία για να χρησιμοποιούν τις στρατιωτικές βάσεις της δεύτερης. Για παράδειγμα, υπάρχει τώρα μια αμερικανική ναυτική βάση στο Τζιμπουτί στη γαλλική βάση του στρατοπέδου Lemonier, με περισσότερους από 1.800 στρατιώτες που έχουν τοποθετηθεί εκεί, με τους ισχυρισμούς ότι πρόκειται να διεξάγουν «αντιτρομοκρατικές» επιχειρήσεις στο Κέρας της Αφρικής, τη Μέση Ανατολή και την Ανατολική Αφρική – καθώς επίσης και για να ελέγχει θαλάσσιες οδούς της Ερυθράς Θάλασσας.
Αλλά η αμερικανική παρουσία ολοένα και υποσκελίζει τη γαλλική. Το 2003, Αμερικανοί μυστικοί πράκτορες άρχισαν να εκπαιδεύουν κατασκόπους από τέσσερις, άγνωστες έως τώρα, χώρες της Βόρειας Αφρικής – αλλά που θεωρήθηκαν ότι ήσαν το Μαρόκο, η Αίγυπτος και ίσως η Αλγερία και η Τυνησία. Οι ΗΠΑ, διευθύνουν, επίσης, επιχειρήσεις πολεμικής κατάρτισης ενόπλων δυνάμεων χωρών όπως το Τσαντ, ενώ τον Σεπτέμβρη του 2005, ο Μπους είπε στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ ότι οι ΗΠΑ, κατά τη διάρκεια των επόμενων πέντε ετών, επρόκειτο να εκπαιδεύσουν 40.000 «Αφρικανούς ειρηνοποιούς» για «να διατηρήσουν τη δικαιοσύνη και την τάξη στην Αφρική». Κύκλοι της αμερικανικής πρεσβείας στην Πραιτόρια (πρωτεύουσα της Νότιας Αφρικής) δήλωσαν τότε ότι οι ΗΠΑ είχαν ήδη εκπαιδεύσει 20.000 τέτοιους «ειρηνοποιούς» από 12 χώρες της Αφρικής στη χρήση «μη θανατηφόρων όπλων».
Και τώρα, ενώ οι ΗΠΑ αποσυναρμολογούν τις στρατιωτικές τους βάσεις στη Γερμανία και τη Νότια Κορέα, μεταθέτουν τις στρατιωτικές αυτές εγκαταστάσεις τους στην Αφρική και τη Μέση Ανατολή προκειμένου «να καταπολεμηθεί η τρομοκρατία» και «να προστατευθούν οι πηγές του πετρελαίου». Στην Αφρική, νέες αμερικανικές βάσεις οικοδομούνται ήδη στο Τζιμπουτί, την Ουγκάντα, τη Σενεγάλη, και το Σάο Τομέ-Πρινσίπε. Με τα άλματα αυτά, οι ΗΠΑ στοχεύουν να τοποθετήσουν μικρές μόνιμες δυνάμεις, οι οποίες όμως θα έχουν δυνατότητα να αρχίζουν και να προωθούν σημαντικές περιφερειακές στρατιωτικές επιχειρήσεις, σύμφωνα με το αμερικανικό πρακτορείο ειδήσεων Associated Press. Μια υπάρχουσα αμερικανική βάση στο Entebbe της Ουγκάντα, στην οποία κυριαρχεί το μονοκομματικό καθεστώς του συμμάχου των ΗΠΑ Yoweri Museveni, «καλύπτει» ήδη την Ανατολική Αφρική και την περιοχή των μεγάλων λιμνών. Επίσης, στο Ντακάρ της Σενεγάλης, οι ΗΠΑ είναι ήδη απασχολημένες με την κατασκευή ενός αεροδρομίου.
Η ΝΟΤΙΑ ΑΦΡΙΚΗ ΣΥΜΜΕΤΕΧΕΙ ΜΥΣΤΙΚΑ ΣΤΟΝ «ΠΟΛΕΜΟ ΚΑΤΆ ΤΗΣ ΤΡΟΜΟΚΡΑΤΊΑΣ»
Οι κυβερνήσεις με τις οποίες οι ΗΠΑ έχουν συνάψει στρατιωτικά σύμφωνα είναι αυτές χωρών όπως η Γκαμπόν, η Μαυριτανία, η Ρουάντα, η Γουινέα και η Νότια Αφρική. Οι ΗΠΑ διατηρούν, επίσης, ένα «δεύτερο Γκουαντανάμο» στον Ινδικό Ωκεανό, όπου κρατούνται οι υποτιθέμενοι ύποπτοι για τρομοκρατία που απάγονται στην Αφρική, τη Μέση Ανατολή ή την Ασία και ανακρίνονται χωρίς δκαν να οδηγηθούν σε δίκη: δηλαδή ένα στρατόπεδο κράτησης, στο οποίο στεγάζεται και σταθμός ανεφοδιασμού καυσίμων καθώς και βάση βομβαρδιστικών αεροπλάνων που βρίσκεται στο νησί Diego Garcia του υπό βρετανική κυριαρχία Αρχιπελάγους Chagos, ένα νησί του οποίου οι γηγενείς κάτοικοι απομακρύνθηκαν βίαια και στάλθηκαν στο Μαυρίκιο.
Στην περίπτωση της Νότιας Αφρικής, ενώ θεωρείται απίθανο να κατασκευαστούν ποτέ αμερικανικές βάσεις, επειδή η ισχύ των ένοπλων δυνάμεων της χώρας (SANDF) το καθιστά περιττό, το 2005 η χώρα υπέγραψε χωρίς τυμπανοκρουσίες προς τις διαδικασίες του προγράμματος ACOTA (πρόγραμμα που δίνει τη δυνατότητα στρατιωτικής δραστηριότητας των ΗΠΑ στην Αφρική) που στοχεύει στην ενσωμάτωση των αφρικανικών ενόπλων δυνάμεων στους στρατηγικές (δηλαδή ιμπεριαλιστικούς) στόχους των ΗΠΑ. Με την υπογραφή της ως το 130 αφρικανικό μέλος της ACOTA, η Νότια Αφρική συμμετέχει ουσιαστικά στον αμερικανικό «πόλεμο κατά της τρομοκρατίας». Η ACOTA αρχικά προβλήθηκε ως «ανθρωπιστικό» πρόγραμμα που οργανώθηκε από την EUCOM με έδρα τη Στουτγάρδη της Γερμανίας το 1996. Μετά από τις επιθέσεις της 11 Σεπτέμβρη, το Πεντάγωνο αναδιοργάνωσε την ACOTA και της προσέδωσε περισσότερο επιθετικό χαρακτήρα.
Σήμερα, ο χαρακτήρας της είναι έκδηλα πιο επιθετικός παρά αμυντικός. Σύμφωνα με τον Pierre Abromovici, στην έκδοση Ιουλίου 2004 της «Le Monde Diplomatique» σχετικά με τις φήμες ότι η Νότια Αφρική προετοιμαζόταν έναν ολόκληρο χρόνο για να υπογράψει την ACOTA, «η ACOTA περιλαμβάνει πολεμική εκπαίδευση, ιδιαίτερα για κανονικές μονάδες πεζικού καθώς και για μικρές μονάδες που μπορούν να διαμορφωθούν άνετα και γρήγορα σε πρόσθετες… Στην Ουάσιγκτον, η συζήτηση δεν γίνεται πλέον για χρήση μη θανατηφόρων όπλων… η έμφαση δίνεται στη λεγόμενη “επιθετική συνεργασία”».
Η πραγματική φύση της ACOTA ίσως υποδεικνύεται και από την όλη σταδιοδρομία του επικεφαλής της, του συνταγματάρχη Nestor Pino-Marina, «ενός Κουβανού εξόριστου που συμμετείχε στις αποτυχημένες απόπειρες εναέριας εισβολής των ΗΠΑ στον Κόλπο των Χοίρων το 1961». Γράφει ο Abromovici: «Ο ίδιος υπηρέτησε, επίσης, στο παρελθόν ως ειδικός στρατιωτικός σύμβουλος στο Βιετνάμ και το Λάος. Κατά τη διάρκεια της προεδρίας Reagan ανήκε στο Δια-αμερικανικό Αμυντικό Συμβούλιο (Inter-American Defence Board), ενώ στη δεκαετία του ‘60, συμμετείχε σε μυστικές επιχειρήσεις ενάντια στους Sandinistas. Κατηγορήθηκε για συμμετοχή σε διακίνηση ναρκωτικών για τη χρηματοδότηση όπλων που στάλθηκαν στην Κεντρική Αμερική» για να στηριχθούν οι δεξιές φιλο-αμερικανικές δικτατορίες.
Σαφώς, ο Pino-Marina είναι ένθερμος «μαντικομμουνιστής» – ανεξάρτητα από το αν αυτό σημαίνει αντίδραση σε χώρες-«αντάρτες» ή λαϊκές εξεγέρσεις. Είναι, επίσης, ανώτερο εκτελεστικό στέλεχος ενός περίεργου κλάδου των ενόπλων δυνάμεων των ΗΠΑ του Κουβανο-Αμερικανικού Στρατιωτικού Συμβουλίου (Cubano-American Military Council), το οποίο στοχεύει στην εγκατάσταση του ιδίου ως κυβέρνηση της Κούβας εάν οι ΗΠΑ επιτύχουν μια βίαιη αλλαγή του εκεί καθεστώτος.
Η σταδιοδρομία της Αμερικανίδας πρέσβειρας που ολοκλήρωσε το σύμφωνο ACOTA με τη Νότια Αφρική, αποτελεί, επίσης, έναν άλλο δείκτη των αμερικανικών προθέσεων. Η Jendayi Fraser, η οποία είναι σήμερα ανώτερος σύμβουλος του Bush για θέματα Αφρικής, δεν είχε προηγουμένως καμία διπλωματική εμπειρία. Αντίθετα, κάποιο διάστημα χρημάτισε πολιτικο-στρατιωτική αρμόδια για το σχεδιασμό σε συνεργασία με το Γενικό Επιτελείο του υπουργείου Άμυνας των ΗΠΑ και ως ανώτερη διευθυντής Αφρικανικών Υποθέσεων στο Εθνικό Συμβούλιο Ασφαλείας. Σύμφωνα με το ίδιο της το βιογραφικό στο διαδίκτυο, η Fraser, «εργάστηκε για τα αφρικανικά ζητήματα ασφάλειας ως μέλος των εκπαιδευτικών επιμορφωτικών προγραμμάτων εκπαίδευσης υπουργείου Εξωτερικών».
ΕΝΑ «ΑΦΡΙΚΑΝΙΚΟ ΣΧΟΛΕΙΟ» ΔΟΛΟΦΟΝΩΝ;
Τα προγράμματα αυτά περιλαμβάνουν την κατάρτιση της «επόμενης γενιάς των Αφρικανών στρατιωτικών ηγετών», μια σειρά μαθημάτων που οργανώνονται από το σκιώδες African Centre for Strategic Studies (Αφρικανικό Κέντρο Στρατηγικών Σπουδών) με έδρα την Ουάσιγκτον και παραρτήματα στις διάφορες χώρες της Αφρικής, συμπεριλαμβανομένης της Νότιας Αφρικής. Το Κέντρο εμφανίζεται να είναι το «Σχολείο της Αφρικής» παρόμοιο με το «περίφημο» «Σχολείο της Αμερικής» που εδρεύει στο οχυρό Benning στη Γεωργία. Το 2001, μετονομάστηκε σε Westerne Hemisphere Institute for Secuity cooperation (WHINSEC – Ίδρυμα Δυτικού Ημισφαιρίου για Συνεργασία και Ασφάλεια).
Ιδρυμένο το 1946 στον Παναμά, το «Σχολείο της Αμερικής» έχει εκπαιδεύσει περίπου 60.000 λατινοαμερικάνους ανώτερους και κατώτερους στρατιωτικούς, συμπεριλαμβανομένου και του πασίγνωστου νεοναζί δικτάτορα της Βολιβίας Hugo Banzer, του κακόφημου Παναμέζου δικτάτορα και «τσάρου» των ναρκωτικών Manuel Noriega, των Αργεντινών δικτατόρων Leopoldo Galtieri και Roberto Viola το καθεστώς των οποίων δολοφόνησε 30.000 ανθρώπους στο διάστημα 1976-1983, αρκετών δολοφόνων μελών των περιβόητων ομάδων θανάτου, όπως και των Efrain Vasquez και Ramirez Poveda που οργάνωσαν ένα αποτυχημένο αμερικανόπνευστο πραξικόπημα στη Βενεζουέλα το 2002.
Κατά τη διάρκεια των περασμένων δεκαετιών, οι «πτυχιούχοι» του «Σχολείου» αυτού έχουν δολοφονήσει και έχουν βασανίσει εκατοντάδες χιλιάδες ανθρώπων σε όλη τη Λατινική Αμερική, συγκεκριμένα ηγέτες συνδικάτων, ενεργά στελέχη της λαϊκής βάσης, φοιτητές, ομάδες ανταρτών και διάφορους πολιτικούς αντιπάλους. Η δολοφονία του Αρχιεπισκόπου Oscar Romero στη Νικαράγουα το 1980 και η σφαγή του «EL Mozote» στη Γουατεμάλα το 1981 όπου 767 χωρικοί δολοφονήθηκαν διαπράχτηκαν από τους «πτυχιούχους» αυτούς. Και ακόμα, το School of the Americas Watch, μια οργάνωση που προσπαθεί να επιτύχει την κατάργηση του WHINSEC, βρίσκεται στον κατάλογο των «τρομοκρατικών οργανώσεων» του FBI. Έτσι, η Αφρική πρέπει να ενδιαφέρεται εάν το African Centre for Strategic Studies έχει παρόμοιους στόχους, ακόμα και εάν το School of the Americas Watch δεν μπορεί να επιβεβαιώσει αυτούς τους φόβους. Και υπάρχουν και περισσότερα: όλοι έχουμε ακούσει για την «Εφεδρική Δύναμη» που έχει επινοηθεί από την Αφρικανική Ένωση (AU), ένα συνασπισμός αυταρχικών νεοφιλελεύθερων καθεστώτων χωρών της Αφρικής. Αλλά η AU έχει ιδρυθεί, επίσης, κάτω από την προστασία της Οργάνωσης για την Ασφάλεια και τη Συνεργασία στην Ευρώπη (Organisation for Security and Co-0peration in Europe – η οποία καλύπτει, επίσης, γεωγραφικά τη Βόρεια Αμερική, τη Ρωσία και την Κεντρική Ασία), το Αφρικανικό Κέντρο Μελετών και Έρευνας για την Τρομοκρατία. Το Κέντρο αυτό έχει έδρα το Αλγέρι της Αλγερίας δηλαδή την καρδιά ενός δολοφονικού καθεστώτος που έχει «εξαφανίσει» περίπου 3.000 ανθρώπους στο διάστημα 1992-2003 (σύμφωνα με τη Διεθνή Αμνηστία, Ένα καθεστώς δηλαδή ισοδύναμο με τη δικτατορία Pinochet στη Χιλή, αλλά αγνοημένο από την αφρικανική αριστερά). Ο κεντρικός διευθυντής του Κέντρου Abdelhamid Boubazine, μου είπε ότι όχι μόνο το Κέντρο είναι το think-tank και ο εκπαιδευτής των δικαστών της «αντι-τρομοκρατίας», αλλά ότι, επίσης, έχει τη δυνατότητα παροχής εκπαίδευσης για «συγκεκριμένη ένοπλη επέμβαση» προς υποστήριξη των διαφόρων καθεστώτων της αφρικανικής ηπείρου.
Η Anneli Botha, ανώτερη ερευνήτρια για θέματα τρομοκρατίας του Institute for Security Studies (Ινστιτούτο Σπουδών για την Ασφάλεια), που έχει έδρα την Πραιτόρια, είπε, εντούτοις, ότι μόνο το 10% των τρομοκρατικών επιθέσεων στην Αφρική είχαν στόχους τις ένοπλες δυνάμεις και μόνο το 6% υψηλά κρατικά πρόσωπα και θεσμούς, αλλά μόνο οι τελευταία στόχοι τυχαίνουν ιδιαίτερης προσοχής Προειδοποίησε, επίσης, ότι μια σημαντική αιτία της αφρικανικής τρομοκρατίας ήταν «ένα αυξανόμενο κενό μεταξύ της κυβέρνησης και των δυνάμεων ασφαλείας αφ’ ενός και μεταξύ της κυβέρνησης και των τοπικών κοινοτήτων αφ’ ετέρου». Χωμένοι στη δυστυχία και τη μιζέρια, πολλοί άνθρωποι στρατολογούνται σε αντάρτικες ομάδες, ακόμα κι αν λίγες από αυτές προσφέρουν οποιοδήποτε είδος πραγματικής λύσης.
Το Κέντρο στο Αλγέρι λειτουργεί στο πλαίσιο της Συνθήκης του Αλγερίου της AU σχετικά με την τρομοκρατία, η οποία είναι εμφανώς ασαφής όσον αφορά τον καθορισμό της τρομοκρατίας, ανοίγοντας το δρόμο στη στοχοποίηση και χαρακτηρισμό ως τρομοκρατικών ενός μεγάλου φάσματος μη κυβερνητικών οργανώσεων, ομάδων διαμαρτυρίας, ομάδων βάσης, πολιτικών και μαχητικών οργανώσεων. Θα ήταν αφελές να σκεφτεί κανείς ότι η αστική δημοκρατία – που στη Νότια Αφρική πέρασε ένα εξίσου ακαθόριστο νόμο προστασίας της συνταγματικής δημοκρατίας από την τρομοκρατία πέρυσι – θα προστατεύσει την εργατική τάξη, την αγροτιά και τους φτωχούς από την κρατική τρομοκρατία.
* Δημοσιεύτηκε στο «Zabalaza» της ZACF (No7 – Δεκέμβρης 2006) kai, επίσης, στα
www.anarkismo.net και
www.ainfos.ca Ελληνική μετάφραση «Ούτε Θεός-Ούτε Αφέντης», Μελβούρνη