Endiaferon keimeno apo Ellada gia tous "Anexartitous Ellines" pou aggizei se polla simeia jai ton kipriako ethnikismo
http://eagainst.com/articles/aneksartitoi-e8nikistes/Μέσα σ’ όλες τις ανακατατάξεις που πραγματοποιήθηκαν στο πολιτικό σκηνικό τους τελευταίους 2 μήνες, η ίδρυση και η κατ’ αρχήν παγίωση του ποσοστού του νέου δεξιού κόμματος του Πάνου Καμμένου πέρασε σχετικά απαρατήρητη, ίσως λόγω του πολυσυζητημένου ζητήματος της εισόδου της Χρυσής Αυγής στην Βουλή. Οι Ανεξάρτητοι Έλληνες, στις πρόσφατες εκλογές της 17ης Ιουνίου άγγιξαν το 7,51 % των συνολικών ψήφων, ενώ την 6η Μαΐου το ποσοστό του 10,61 % που πήραν ήταν το μεγαλύτερο που έλαβε ποτέ πρωτοεμφανιζόμενος πολιτικός σχηματισμός μετά το 1977. Πρόκειται για μια παράταξη που συγκεντρώνει στους κόλπους της ψηφοφόρους, βουλευτές και στελέχη της συντηρητικότερης πτέρυγας της Νέας Δημοκρατίας, του ΛΑ.Ο.Σ. και μερίδα ανένταχτων εθνικιστών οι οποίοι βρήκαν επιτέλους τον ηγέτη που «θα οδηγήσει το πλοίο στον προορισμό του».
Οι Ανεξάρτητοι Έλληνες ή καλύτερα οι ανεξάρτητοι εθνικιστές (καλό θα είναι να μιλάμε με ξεκάθαρες έννοιες και όρους, αφού δεν μπορεί κάποιος που βάζει την εθνική του ταυτότητα πάνω απ’ όλα να μην θεωρείται ταυτόχρονα και εθνικιστής), είναι λοιπόν ένα πολιτικό μόρφωμα που επιδιώκει να σχηματίσει ένα νέο μέτωπο στην συντηρητική πολιτική σκηνή, ενσωματώνοντας όλες τις αντιδραστικές φωνές στο καταστατικό του, όπως αυτές που κάνουν λόγο για κατάργηση του ασύλου και των καταλήψεων, μαζικές απελάσεις και πάγωμα του μεταναστευτικού, περισσότερη αστυνόμευση, περιορισμό της συνδικαλιστικής ελευθερίας, ακόμη πιο αδιάλλακτη στάση στο Μακεδονικό ζήτημα – κάτι που συνεπάγεται και πλήρη άρνηση των θέσεων που υπερασπίζονται το δικαίωμα των εθνικά Μακεδόνων για αυτο-προσδιορισμό, και, ταυτόχρονα, ενίσχυση του ρόλου της αριστοκρατίας της εκκλησίας και ενδυνάμωση του Ορθόδοξου τουρισμού. Η μόνη του διαφορά με το νεο-ναζιστικό μόρφωμα της Χρυσής Αυγής, έγκειται στο γεγονός ότι οι ΑΝ.ΕΛ. επιδιώκουν να εφαρμόσουν την υπερσυντηρητική τους ατζέντα εντός των θεσμών της φιλελεύθερης «δημοκρατίας», σε αντίθεση με την Χ.Α. που στοχεύει στην ανατροπή του κοινοβουλευτισμού και την εγκαθίδρυση ενός ολοκληρωτικού καθεστώτος μιλιταριστικού τύπου. Θυμίζει γνωστά νεοσυντηρητικά εθνικιστικά κόμματα της Ευρώπης, όπως το United Kingdom Independence του Nigel Farrange και το Κόμμα της Ελευθερίας του Γκίρτ Βίλντερς στην Ολλανδία.
Τα εκλογικά ποσοστά των ΑΝ.ΕΛ., δεν πρέπει να θεωρούνται απρόσμενα, δεδομένης της ελεύθερης πτώσης της Ν.Δ. και λαμβανομένου υπ’ όψιν ότι σε μια κοινωνία όπως η Ελληνική, ο εθνικός προσανατολισμός τίθεται ως αυτονόητη έννοια για μεγάλη μερίδα του πληθυσμού, συγχέοντας, έτσι, την κοινωνική και πολιτική ελευθερία με την γεωπολιτική ανεξαρτησία, και αδιαφορώντας για τις σχέσεις εκμετάλλευσης εντός των «ανεξάρτητων» εθνικών χωρών. Όπως, άλλωστε, έχουμε πάμπολλες φορές τονίσει, στον Ελλαδικό χώρο ο εθνικισμός αποτελούσε (και αποτελεί) για χρόνια ένα κυρίαρχο και καθολικό πολιτικό πρόταγμα: η αφήγηση πάνω στην οποία στήθηκε η Ελλάδα ήταν η Μεγάλη Ιδέα και ο αλυτρωτισμός – πράγμα πολύ λογικό αν σκεφτούμε ότι προέκυψε σαν κρατική οντότητα συγκρουόμενη με την Οθωμανική Αυτοκρατορία και αποσπώμενη από αυτήν. Όλη αυτή η αφήγηση διαιωνίζεται στο βάθος του νεοελληνικού φαντασιακού μέχρι σήμερα και ενισχύεται από το γεγονός ότι η Ελλάδα από τα πρώτα χρόνια της δημιουργίας της ως έθνος-κράτος, πάντα ήταν επί της ουσίας ένα είδος προτεκτοράτου των Δυτικών δυνάμεων χωρίς ποτέ να καταφέρει να καταστεί ένα, πραγματικά και με την πλήρη έννοια του όρου, ανεξάρτητο κράτος.
Πριν, όμως, έρθουμε σε ρήξη με τον ενοχλητικό υπερεθνικισμό των ΑΝ.ΕΛ., της Χρυσής Αυγής (αλλά και μεγάλου κομματιού της αριστεράς) ή άλλες παρόμοιες ιδεοληψίες που μας κρατάν αιχμάλωτους στην βαρβαρότητα, θα πρέπει να προσπαθήσουμε να εξηγήσουμε (έστω και επιγραμματικά) την ιδεολογία αυτήν, ώστε να γνωρίζουμε για τί ακριβώς μιλάμε, αλλά και πώς θα βρούμε τρόπους προκειμένου να ξεπεράσουμε μια από τις πιο κραυγαλέες μορφές ετερονομίας που διέπει το κοινωνικό πράττειν.
Ο νεοελληνικός εθνικισμός
Οι περισσότεροι Έλληνες (αν όχι όλοι) από αυτούς που θέτουν το ζήτημα της εθνικής ανεξαρτησίας ως αυτοσκοπό παρά ως μέσο για την περαιτέρω διεκδίκηση δημοκρατικών δικαιωμάτων, χτίζουν την πολιτική τους ταυτότητα και επιχειρηματολογία γύρω από θεωρίες συνωμοσίας, σύμφωνα με τις οποίες υπάρχει τάχα κάποιο κρυφό «ελληνοκτόνο σχέδιο των εχθρών», συνδέοντάς το με το ζήτημα της μετανάστευσης. Λίγο – πολύ, βάσει των σεναρίων αυτών υποτίθεται πως οι χιλιάδες πρόσφυγες – που τελείως προσβλητικά κάποιοι τους αποκαλούν «λαθρομετανάστες» – αποτελούν μέρος μιας ατζέντας εποικισμού που στόχο έχει την εξαφάνιση του Ελληνικού γένους. Έτσι, απαιτούν α) το κλείσιμο των συνόρων με κάθε μέσο και κάθε τίμημα, και β) την εφαρμογή ενός κανονισμού ποσόστωσης: με βάση τους ΑΝ.ΕΛ. οι μετανάστες στην Ελλάδα δεν θα πρέπει να ξεπερνούν το 2,5% του συνολικού πληθυσμού. Οι ίδιοι κατηγορούν για όλα τους Ευρωπαίους ηγέτες που έχουν υπερφορτώσει την Ελλάδα με δυσανάλογο αριθμό μεταναστών (δεν υπάρχει, ωστόσο, αμφιβολία ότι η συνθήκη του Δουβλίνου ΙΙ είναι καταστροφική τόσο για τους Έλληνες πολίτες που καλούνται να πληρώσουν την αντιμεταναστευτική πολιτική της Ευρωπαϊκής Ένωσης αλλά και για τους ίδιους τους μετανάστες που εγκλωβίζονται σε μια χώρα που δεν έχουν καμία πρόθεση να μείνουν). Ξεχνούν, όμως πως το ποσοστό χορήγησης ασύλου στην Ελλάδα είναι ντροπιαστικά χαμηλό, και πως, οι περισσότερες αναπτυγμένες χώρες της Δυτικής Ευρώπης φιλοξενούν πάνω από το ποσοστό του 10% μετανάστες, με αποκορύφωμα την Ελβετία, στην οποία, παρά του ότι δεν είναι και η πιο προοδευτική χώρα (δεδομένου του ότι οι τελευταίες κυβερνήσεις που έχουν εκλεγεί εκεί φλερτάρουν με την ακροδεξιά) πάνω από το 25% του συνολικού πληθυσμού της είναι μετανάστες. Το πρόβλημα, όμως, δεν σταματάει εδώ. Όλος αυτός ο λαϊκιστικός συρφετός (που σε γενικές γραμμές χαρακτηρίζει έναν μέσο ψηφοφόρο των ΑΝ.ΕΛ. ή της Χρυσής Αυγής σε πιο ακραίες καταστάσεις) παρελαύνει συχνά σε διάφορες τηλε-εκπομπές (σαν αυτές του Χαρδαβέλα ή σε φτηνά μεσημεριανάδικα), που, έμμεσα ή άμεσα, κηρύσσουν το μίσος προς ομοφυλόφιλους, αλλόθρησκους και γειτονικούς μας λαούς, αρνούμενοι πως είναι οι ίδιοι υπερεθνικιστές, δηλώνοντας απλώς «πατριώτες». Χαρακτηριστική είναι η φράση του Αρχιεπίσκοπου Αθηνών και πάσης Ελλάδος κ. Ιερώνυμου: «τον πατριωτισμό τον στηρίζουμε, ενώ τον εθνικισμό τον απορρίπτουμε ως Εκκλησία».
Για όλους αυτούς τους εμετικούς λαϊκιστές η διαφορά (μεταξύ εθνικισμού και πατριωτισμού) είναι ότι, σε αντίθεση με τον εθνικιστή, ο πατριώτης απλά «εκφράζει μια ανιδιοτελή αγάπη για την πατρίδα του, δίχως να θεωρεί άλλους λαούς κατώτερους από αυτόν στον οποίο ανήκει». Επειδή, όμως, τις περισσότερες φορές, όταν μιλάμε για «πατρίδα» αναφερόμαστε στην έννοια του έθνους-κράτους, καλό θα ήταν ν’ αναγνωρίσουμε πως ο «αθώος» αυτός λαϊκό-πατριωτισμός (που μόνο αθώος δεν είναι) δεν αποτελεί τίποτα περισσότερο από έναν τραχύ εθνικισμό (στην πιο χυδαία του έκφανση). Διότι, πατρίδα θα μπορούσε να ονομαστεί, επίσης, και η γειτονιά που γεννήθηκε κάποιος, ή έζησε για κάποιο χρονικό διάστημα της ζωής του, και με την οποία τον συνδέουν συναισθηματικοί δεσμοί, αναμνήσεις και προσωπικές σχέσεις με τους υπόλοιπους κατοίκους. Αυτός ο «πατριωτισμός» αντανακλά περισσότερο τους συναισθηματικούς δεσμούς που είχαν οι κάτοικοι με κάποιο μέρος στο οποίο είχαν έντονα βιώματα, κατά την περίοδο της Αναγέννησης. Αυτού του είδους η νοηματοδότηση της πατρίδας φαντάζει περισσότερο λογική, μιας και δεν βασίζεται στην μεταφυσικοποίηση της έννοιας του έθνους-κράτους (που όντας δημιουργία της αστικής τάξης, αποτελεί θεμέλιο λίθο της εθνικιστικής ιδεολογίας όπως θα έλεγαν οι μοντερνιστές διανοητές Eric Hobsbawm, Ernest Gillner και Anthony Giddens), αλλά ούτε και στην θεώρηση των εθνοσυμβολιστών (όπως οι Anthony Smith, και John Hutchinson που πιστεύουν πως το έθνος-κράτος είναι μεν μια δημιουργία της μοντερνιστικής περιόδου, αλλά οι ρίζες του αντανακλούν αναλλοίωτες αξίες που ξεκινούν από την αρχαιότητα, σε πολιτισμούς που προϋπήρχαν της Γαλλικής Επανάστασης).
Μιας, βέβαια, και κάνουμε λόγο για εθνικισμό, καλό θα ήταν να τον χωρίσουμε σε δύο ομάδες: α) τον πολιτικό εθνικισμό (civic nationalism) που ορίζεται από το κράτος και β) τον εθνικό (ή εθνοτικό) εθνικισμό (ethnic nationalism) που αφορά αποκλειστικά και μόνο τον τρόπο ζωής και την κουλτούρα ορισμένων εθνικών ομάδων (συμπεριλαμβανόμενης και της θρησκείας ή και στοιχείων που χαρακτηρίζουν και κάποια φυλετική ομάδα) και μπορεί να είναι διακρατικός (βλ. Αραβικός εθνικισμός). Στην Ελληνική περίπτωση (όπως και σε πολλές άλλες ανατολικές χώρες), ο επικρατέστερος εθνικισμός είναι ο εθνικός σε αντίθεση με τις χώρες της Δύσης όπου ο πολιτικός εθνικισμός υπερισχύει λόγω της ιστορικής τους ιδιομορφίας (οι περισσότερες Δυτικές χώρες συγκροτήθηκαν με βάση τις καπιταλιστικές αξίες του έθνους κράτους λέει ο Anthony Smith). Έτσι, ο εθνικός εθνικισμός, βρίσκει ευήκοα ώτα σε μεγάλο μέρος της Ελληνικής κοινωνίας, δεδομένου ότι οι a-priori αξίες της ιστορικής συνέχειας (με την αρχαία Ελλάδα και το Βυζάντιο, συνδυασμός που σκοτώνει!!!) αποτελούν βασικά στοιχεία πάνω στα οποία βασίζεται ολόκληρο το εκπαιδευτικό σύστημα.
Η αριστοκρατία της εκκλησίας, ως τροχοπέδη στην δημοκρατική κοινωνική μεταστροφή
Οι ΑΝ.ΕΛ., όπως είπαμε παραπάνω, εκτός από την ενδυνάμωση του ρόλου της εκκλησίας στο κοινωνικό-πολιτικό γίγνεσθαι, στοχεύουν, μεταξύ άλλων, και στην προώθηση του Ορθόδοξου και εκκλησιαστικού τουρισμού, δηλαδή, να προσελκύσουν επισκέπτες στην Ελλάδα από χώρες ομόδοξες, όπως η Σερβία και η Ρωσία, χώρες για τις οποίες οι Έλληνες υπερορθόδοξοι εθνικιστές γράφουν ύμνους, ενώ κατασκευάζουν και αναπαράγουν συνεχώς τις γνωστές «προφητείες» περί της επέκτασης των Ελληνικών συνόρων μέσα από βοήθεια που θα λάβουμε από το «ξανθό γένος» (των Ρώσων), πως ο παντοδύναμος Βλαντιμίρ Πούτιν κάποια στιγμή θα κατατροπώσει τον εχθρό Τούρκο, και οι Έλληνες θα επανακαταλάβουν την Κωνσταντινούπολη!!! Ποιά είναι, όμως, μέχρι σήμερα, η συμβολή της Ορθόδοξης εκκλησίας και του όχλου που την στηρίζει, στην κοινωνική χειραφέτηση; Η εκκλησία, καταφέρνει σε περιόδους κρίσης να συντηρητικοποιεί την Ελληνική κοινωνία όσο περισσότερο μπορεί, και με την κατάφωρη λαϊκιστική της ρητορεία, καλλιεργεί έναν ιδιαίτερα κακόγουστο και απεχθέστατο εθνικιστικό ναρκισσισμό (ασχέτως και αν η ίδια αρνείται κάτι τέτοιο). Μάλιστα, ο Αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος έπειτα από επίσκεψή του στη Ρωσία (χώρα με την οποία οι ΑΝ.ΕΛ. επιδιώκουν καλύτερες σχέσεις) δήλωσε τα εξής: «η διαφορά μεταξύ των δύο χωρών στο μάθημα των θρησκευτικών είναι μεγάλη. Στη Ρωσία κάνουν τα πάντα για να βάλουν το μάθημα των θρησκευτικών στα σχολεία, ενώ στην Ελλάδα κάνουν τα πάντα για να το βγάλουν» είπε χαρακτηριστικά.
Στην πραγματικότητα, η Ελληνική κοινωνία ποτέ της δεν κατάφερε να απεγκλωβιστεί από την ιδεολογική ηγεμονία της Ορθόδοξης εκκλησίας, παρά τον βρώμικό της ρόλο κατά τα χρόνια της επανάστασης εναντίον των Οθωμανών. (Φυσικά, φρόντισε και η ίδια μέσω της προπαγάνδας της να πείσει τις επόμενες γενιές, μετά το 1821, πως η συμβολή της στον αγώνα για ανεξαρτησία ήταν καθοριστική). Λόγω της τεράστιας περιουσίας που έχει στην κατοχή της (από τα χρόνια του Βυζαντίου) καταφέρνει να επιβάλει την δική της τάξη πραγμάτων, να μένει στο απυρόβλητο (μάλλον αποτελεί εξέχουσα περίπτωση διεφθαρμένου φοροφυγά που θ’ άξιζε να συμπεριληφθεί στο βιβλίο παγκοσμίων ρεκόρ Guinness) και, στα χρόνια που ακολούθησαν από την ανεξαρτησία και έπειτα, να διαδραματίσει σημαντικό ρόλο στην πολιτική ζωή του τόπου.
Από τον «ύμνο» της Νέας Δημοκρατίας, «ζήτω η Ελλάδα, ζήτω η θρησκεία, ζήτω η Νέα Δημοκρατία», τις εθνικιστικές κορώνες του Π.Καμμένου με τις πλάτες της εκκλησίας (ο οποίος, ταυτόχρονα, τάσσεται και ενάντια στον διαχωρισμό κράτους και εκκλησίας), μέχρι τα εμετικά παραληρήματα του τηλενομάρχη Θεσσαλονίκης Π.Ψωμιάδη και τον Χριστιανικό όχλο που υπερασπίζεται τον αρχιαπατεώνα Εφραίμ, που αρνείται στους ομοφυλόφιλους το δικαίωμά τους να ζουν όπως οι ίδιοι επιθυμούν, η Ορθόδοξη εκκλησία προσπαθεί με τη βία να επιβάλει τον ανορθολογισμό της, να σπρώξει όλο και περισσότερους νέους στον σκοταδισμό του Χριστιανισμού και να διατηρήσει την ιδεολογική (και, φυσικά, πολιτική) της κυριαρχία. Οι αισχρές και υστερικές φασιστομαζώξεις του φιλοχουντικού πρώην μητροπολίτη Χριστόδουλου, μερικά χρόνια πριν, αναφορικά με την κατάργηση της αναγραφής του θρησκεύματος στις ταυτότητες αλλά και το ξέσπασμα του Χριστιανικού όχλου προς ο,τιδήποτε σατιρίζει την εκκλησία (βλ, περίπτωση Τζίμη Πανούση), όλα αυτά είναι ο καθρέφτης μιας χώρας βυθισμένης στην Χριστιανική σαπίλα, που ελάχιστα έχει να ζηλέψει από αυτές που δεν έχουν καταφέρει ακόμα ν’ αποτινάξουν από πάνω τους τον θρησκευτικό ζυγό. Το μεγάλο παράδοξο στην όλη υπόθεση, βέβαια, βρίσκεται στο γεγονός πως σε χώρες που εμείς θεωρούμε υποδεέστερες (λόγω του ότι στενάζουν κάτω από την δικτατορία τυραννικών θεοκρατικών καθεστώτων), υπάρχει ένας, όχι και ιδιαίτερα μικρός, αριθμός ανθρώπων που επιθυμούν φιλελεύθερες μεταρρυθμίσεις. Στην Ελλάδα, όμως, του 2012, ένα μεγάλο κομμάτι του πληθυσμού έχει κυριευτεί από μια πελώρια λαχτάρα για οπισθοδρομισμό που θα ζήλευε και το καθεστώς του Ιράν, ένας οπισθοδρομισμός που, φυσικά φορά και αντικαθεστωτικό μανδύα, όχι γιατί είναι ενάντια στο σύστημα που τόσο καλά η εκκλησία διαφεντεύει, αλλά, ψυχαναλυτικά αν το δει κανείς, αντανακλά τον φανατισμό και την κλειστότητα ενός μέσου Χριστιανού που νιώθει πως απειλείται από παντού, διότι, στην πραγματικότητα, δεν μπορεί να δεχτεί την ύπαρξη διαφορετικών κοσμοθεωριών και αντιλήψεων πέρα από την δική του, κι έτσι, παίζει πάντοτε τον ρόλο του θύματος ασχέτως και αν ο ίδιος είναι θύτης. Κάτι τέτοιο φυσικά δεν αφορά μόνο τους Χριστιανόπληκτους ψηφοφόρους των ΑΝ.ΕΛ., ούτε τα Jesus Freaks που ξυπνούν και κοιμούνται με τον φόβο του 666, ή βλέπουν οράματα και επιβεβαιώνουν προφητείες (μήπως γιατί οι ίδιοι ποτέ δεν τσέκαραν ποιά είναι τα βασικά συμπτώματα της σχιζοφρένειας
. Περισσότερο φαίνεται να πρόκειται για μια γενικευμένη οπισθοδρόμηση, στο όνομα ενός τυφλού αντιδυτικισμού: μήπως η Ελλάδα έχει περισσότερους θαυμαστές των ταλιμπάν απ’ ότι το Αφγανιστάν ή περισσότερους οπαδούς του Μιλόσεβιτς απ’ ότι η Σερβία;
Επιμύθιο
Μιλήσαμε πιο πάνω για τον εθνικισμό, σαν πολιτική ιδεολογία. Θα υπάρξουν αναμφισβήτητα ερωτήματα πάνω στο θέμα αυτό, όπως: για ποιον λόγο θα πρέπει να έρθουμε σε ρήξη με κάποιον που δηλώνει εθνικιστής αλλά δεν κατηγορεί για το κάθε τί τους μετανάστες και δεν είναι μισαλλόδοξος (δεδομένου ότι μπορεί κάποιος που ασπάζεται την εθνικιστική ιδεολογία να μην βλέπει κατώτερους άλλους συνανθρώπους του που είναι διαφορετικοί με αυτόν). Όμως, το ζήτημα που θέτουμε εδώ είναι ζήτημα ταύτισης: οι άνθρωποι συνδέουν την ύπαρξή τους με ο,τιδήποτε παρέχει νόημα στη ζωή τους, δημιουργώντας έτσι έναν κόσμο φαντασιακών σημασιών. Για παράδειγμα, κάποιος μπορεί να ταυτίζεται με την φύση, άλλος αναζητά νόημα μέσα από κάποιο επάγγελμα… Έτσι είναι και ο εθνικισμός: βασίζεται στην ταύτιση των ανθρώπων με κάποιες αξίες κοινές για τους υπόλοιπους ανθρώπους που έχουν γεννηθεί και ζήσει στα ίδια γεωγραφικά όρια που ορίζει ένα κράτος-έθνος. Έτσι η απάντηση στο ερώτημα είναι κακό κάποιος άνθρωπος να ταυτίζεται με τις αξίες που διέπουν ένα έθνος από την στιγμή που δεν καταντά ναρκισσιστής; είναι, ασφαλώς όχι. Είναι όμως προβληματική η ταύτιση που είναι ετερόνομη, δηλαδή, όταν κάποιος υιοθετεί αξίες αβασάνιστα και αναντίρρητα, απορρίπτοντας κάθε ενδεχόμενη αμφισβήτηση: «γεννήθηκα Έλληνας άρα θα πρέπει να κάνω ότι και οι υπόλοιποι Έλληνες και φυσικά να είμαι υπερήφανος γι’ αυτό». Το ότι κάποιος γεννήθηκε στην Ελλάδα δεν σημαίνει ότι θα πρέπει να δεχτεί όλες τις αξίες που η ελληνική κοινωνία προωθεί. Αν θέλει κανείς, μπορεί, κατόπιν προσωπικής του αναζήτησης να επιλέξει να ζει με βάση άλλες αξίες, εν ολίγοις, να αναζητήσει νόημα μέσα από τον τρόπο ζωής και την κουλτούρα, για παράδειγμα, ενός Ιταλού, ή ενός Γάλλου ή ενός Κινέζου, οτιδήποτε, τέλος πάντων, τον εκφράζει σαν άτομο και σαν οντότητα. Έτσι, το ότι οι περισσότεροι άνθρωποι σήμερα δεν θέτουν τις αξίες του έθνους τους υπό αμφισβήτηση και θεωρούν (σχεδόν νομοτελειακά) δεδομένο ότι «εφόσον γεννηθήκαμε στην Ελλάδα θα πρέπει να διατηρήσουμε τις δικές μας παραδόσεις και να είμαστε υπερήφανοι γι’ αυτό, και όποιος δεν το κάνει είναι προδότης» είναι ο ορισμός της ετερόνομης ταύτισης, της καταπάτησης της ατομικότητας και η αρχή της κοινωνίας-μάζας. Εδώ πρέπει να εστιάσουμε τις δικές μας προσπάθειες: οφείλουμε να περάσουμε, δηλαδή, στον καθένα την αντίληψη ότι οι πραγματικά ελεύθεροι άνθρωποι είναι αυτοί που μπορούν να επιλέγουν το τί θ’ ακολουθήσουν εφόσον η επιλογή τους δεν καταπατά την ελευθερία κάποιου άλλου.
Αυτό που, κυρίως, βλέπουμε στην Ελληνική πραγματικότητα είναι πως το αίσθημα υπέρ της αποκατάστασης ή της επίτευξης μιας εθνικής κυριαρχίας επηρεάζει αρνητικά ή και εξοβελίζει τα καθαρά δημοκρατικά αιτήματα που προσεγγίζουν την πολιτική πραγματικότητα με κοινωνικούς και όχι με εθνικούς όρους. Αυτό αποτελεί μια σημαντική συνιστώσα της κληρονομιάς μας και στόχος μας είναι να τη μετασχηματίσουμε, απογυμνώνοντάς την ιδεολογικά και εξουδετερώνοντας κάθε της όπλο (θεωρίες συνωμοσίας, Ορθοδοξία, προγονοπληξία και μεταφυσικισμός). Έπειτα, σε περιόδους μεγάλων κοινωνικών κρίσεων οι οποίες από τις μάζες βιώνονται ως τέτοιες μόνο όταν συνειδητοποιούν ότι βυθίζονται ανεπιστρεπτί στην ανέχεια χωρίς καν να έχουν την ψευδαίσθηση μιας προσωρινότητας της εξαθλίωσής τους, ανοίγει ο δρόμος για την συντηρητικοποίηση και τον εκφασισμό της κοινωνίας. Μέσω της κρατικής προπαγάνδας που, απευθυνόμενη στην χειρότερη έκφανση της ανθρώπινης ύπαρξης στρέφει μερίδα των εξαθλιωμένων εναντίον άλλων ομοιοπαθόντων, είτε εξαϋλώνει την οργή τους μέσω διαφόρων εθιστικών υποκατάστατων όπως η εκκλησία, τα μέντιουμ και οι χαρτορίχτρες, το ποδόσφαιρο και τα θεάματα, είτε μέσω των περιθωριακών φασιστικών οργανώσεων ή κοινοβουλευτικών ακροδεξιών κομμάτων τύπου ΛΑ.Ο.Σ. και ΑΝ.ΕΛ. που εκμεταλλεύονται την απελπισία και την έλλειψη δημοκρατικών παραδόσεων και προταγμάτων, αναδύεται η καχυποψία, η μισαλλοδοξία και η ξενοφοβία, που στο πέρασμά τους παρασέρνουν τα πάντα, καταρρακώνοντας κάθε προσπάθεια δημοκρατικού κοινωνικού μετασχηματισμού. Ταυτόχρονα, ναζιστικές γκρούπες – δηλαδή ένα μικρό τμήμα της κοινωνίας που χαρακτηρίζεται από παντελή έλλειψη λογικής συνοχής στον τρόπο σκέψης του, κοινωνική (και προσωπική) ηλιθιότητα και κτηνωδία – καταφέρνει να πλησιάσει πολλούς απ’ όσους αισθάνονται πως λίγα πράγματα τους απέμειναν πια να χάσουν, στρέφοντας την κοινή γνώμη σε όλο και πιο συντηρητικά μονοπάτια, και μάλιστα με το πρόσχημα ότι προέρχονται και αυτοί από λαϊκά στρώματα από το κατώτερο κομμάτι της σύγχρονης καπιταλιστικής κοινωνικής πυραμίδας. Όσο, όμως, ο προοδευτικός χώρος παραμένει προσκολλημένος σε ανούσια πανηγυράκια, όπως οι εκλογές ή η καθημερινή πολιτική αντιπαράθεση με κοινοβουλευτικούς και όχι με επαναστατικούς όρους, τόσο η τάση αυτή θα διογκώνεται ανενόχλητα, αποτελώντας ένα ακόμη εμπόδιο στην εξάπλωση πραγματικά δημοκρατικών προταγμάτων.