http://antartescy.blogspot.com/2012/03/blog-post_5531.htmlΗ ΞΕΧΑΣΜΕΝΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΕΝΟΣ ΜΝΗΜΕΙΟΥ
Στην φωτογραφία γερμανός στρατιώτης κι έλληνας τσολιάς φρουρούν αδελφωμένοι τον Αγνωστο Στρατιώτη. Φωτογραφία του ναζιστικού προπαγανδιστικού περιοδικού «Signaal» (1.6.1941).
Αυτό καθεαυτό, το μνημείο έχει συνδεθεί με δύο από τις πιο μαύρες σελίδες της νεοελληνικής Ιστορίας: την ανάπτυξη του εγχώριου φασισμού στα χρόνια του Μεσοπολέμου και τη δημιουργία των δωσιλογικών Ταγμάτων Ασφαλείας (των γνωστών «γερμανοτσολιάδων») επί Κατοχής.
Η αρχική ιδέα για ένα μνημείο του Αγνώστου Στρατιώτη, σύμφωνα με το αγγλογαλλικό πρότυπο της εποχής, ανήκε στο δικτάτορα Θεόδωρο Πάγκαλο. Αυτός ήταν που αποφάσισε τον Ιανουάριο του 1926 την κατασκευή του μπροστά στο κτίριο των ανακτόρων, το οποίο είχε μετατρέψει σε υπουργείο Στρατιωτικών.
Μετά την αποκατάσταση της Δημοκρατίας τα μεν παλαιά ανάκτορα στέγασαν τελικά τη Βουλή, τα δε σχέδια για τον Αγνωστο Στρατιώτη επικυρώθηκαν έπειτα από πολλές διαβουλεύσεις, διχογνωμίες και αντιδράσεις. Τα σχετικά κονδύλια διατέθηκαν με απόφαση του υπουργικού συμβουλίου τον Ιούλιο του 1928, οι χωματουργικές εργασίες ξεκίνησαν τον επόμενο Απρίλιο και τα αποκαλυπτήρια του μνημείου έγιναν την 25η Μαρτίου 1932.
Εδώ το «Τάγμα Φρουράς Αγνώστου Στρατιώτου» τιμά, μαζί με την κυβέρνηση Ράλλη και τις κατοχικές αρχές, την γερμανική «Ημέρα των Ηρώων» (12.3.1944).
Όπως άλλωστε εξηγούσε η «Ακρόπολις» την παραμονή της τελετής, λόγοι πρωτοκόλλου επέβαλαν συν τοις άλλοις την ανέγερσή του: «Από την εποχή που ετερματίσθη ο πόλεμός μας με τους Τούρκους, πολλές φορές οι ξένοι επίσημοι που επεσκέπτοντο τας Αθήνας ευρίσκοντο σε δίλημμα πού έπρεπε να καταθέσουν τα στεφάνια που συνηθίζεται να καταθέτουν στον τάφο του αγνώστου στρατιώτου. Κι έτσι εγυρνούσαν από τον ανδριάντα του Ρήγα του Φεραίου και του Γρηγορίου Ε’ στο ηρώο των πεσόντων». Προκειμένου να πάψει αυτή η αμήχανη περιήγηση, χαλάλι λοιπόν τα 6.500.000 δρχ. της εποχής που η Ελλάδα των προσφύγων ξόδεψε για την αναμόρφωση της πλατείας των παλιών ανακτόρων.
Η επιλογή του χώρου προκάλεσε, ωστόσο, πολλές διαφωνίες. Από τους περισσότερους καλλιτέχνες της εποχής θεωρήθηκε ότι η πολυκοσμία μεταξύ Συντάγματος και Βουλής καταστρέφει την αυτοσυγκέντρωση που απαιτεί η αναπόληση των πεσόντων. Δείγμα, κι αυτό, ότι η κοινή γνώμη δεν είχε ακόμη συνδέσει νοερά τη ζωντανή ακόμα μνήμη των νεκρών της με φανταχτερές πλην ανούσιες τελετές.
Ακόμη σοβαρότερες ενστάσεις προκάλεσε, ωστόσο, η συγκεκριμένη μορφή του μνημείου. Στην καλύτερη περίπτωση, ο τύπος το πήρε στο ψιλό, κάνοντας λόγο για «τερατούργημα». Στη χειρότερη, το Σωματείο Ελλήνων Γλυπτών διαμαρτυρήθηκε ομόφωνα «διά το διαπραχθέν ανοσιούργημα εις βάρος της ελληνικής τέχνης», περιγελώντας «το ξαπλωμένο κακότεχνο πτώμα», την «αμελέτητον διαρύθμισιν» του χώρου και τα «ακαλαίσθητα γράμματα και χάλκινες ασπίδες» που το κοσμούν.
«Ουδέποτε η κατακραυγή του κοινού ήτο τόσον ομόθυμος εις ζήτημα καλαισθησίας και ουδέποτε ο καλλιτεχνικός κόσμος ήτο τόσο σύμφωνος εις εξέγερσιν», διαπιστώνει έτσι πρωτοσέλιδο σχόλιο των «Αθηναϊκών Νέων». «Βεβαίως δεν δυνάμεθα τώρα πλέον να συστήσωμεν την ανατίναξιν του μανδροτοίχου που εξεθεμελίωσε το απέριττον και απλούν αρχιτεκτονικόν σύνολον των παλαιών ανακτόρων και την νέαν περιφοράν του αγνώστου στρατιώτου προς ανεύρεσιν καλλιτέρου τάφου. Αλλά η απόξεσις τουλάχιστον του γλυπτού εξαμβλώματος είναι επιβεβλημένη».
Λιγότερο ευγενικοί, αναγνώστες της ίδιας εφημερίδας θα εισηγηθούν -επωνύμως- την ανατίναξή του.
Στο ξεφώνημα αυτό οφειλόταν πιθανότατα η σχετικά υποβαθμισμένη εκπροσώπηση της Πολιτείας στα αποκαλυπτήρια. Τόσο ο πρωθυπουργός Ελευθέριος Βενιζέλος όσο κι ο πρόεδρος της Δημοκρατίας Αλέξανδρος Ζαΐμης απέφυγαν να παραστούν, προφασιζόμενοι ασθένεια.
Εντελώς διαφορετικής τάξης υπήρξαν οι αντιδράσεις της τότε αριστεράς.
«Ο κυνισμός και η αναίδεια της κεφαλαιοκρατίας δεν έχει όρια», διακήρυξε πρωτοσέλιδα ο «Ριζοσπάστης» την παραμονή της τελετής. «Αφού σκότωσε χιλιάδες χωρικών στα διάφορα μακελιά της, ερήμωσε και κατέστρεψε πλούσιες χώρες, ξεσπίτωσε και απεκατέστησε δεκάδες χιλιάδες προσφύγων στα νεκροταφεία, αφήνει και ζητιανεύουν στους δρόμους τους “ήρωες” και τα θύματα των ληστρικών της πολέμων, οργανώνει τώρα τα αποκαλυπτήρια του “αγνώστου στρατιώτου”. Για να τιμήσει τη μνήμη των αδικοσκοτωμένων παιδιών του λαού».
Την ώρα των αποκαλυπτηρίων, το ΚΚΕ επιχείρησε να οργανώσει αντιπολεμικά συλλαλητήρια. Οι συγκεντρώσεις του, ωστόσο, απαγορεύθηκαν και στην Αθήνα η αστυνομία συνέλαβε «προληπτικά» 75 άτομα. Στη Θεσσαλονίκη, αντίθετα, 600 κομμουνιστές έκαναν πορεία στο κέντρο της πόλης. «Τραγουδώντας τη Διεθνή», διαβάζουμε στο «Ριζοσπάστη» της επομένης, «οι διαδηλωτές τράβηξαν προς την οδό Τσιμισκή. Εκεί επετέθησαν με πέτρες ενάντια στη βιτρίνα του καταστήματος Παπαγιαννοπούλου όπου βρισκόταν μια πολεμική εικόνα και την έσπασαν. Μερικοί χωροφύλακες που βρίσκουνταν εκεί δεν τόλμησαν να επέμβουν».
Σε αντίποινα, μέλη της φασιστικής «Εθνικής Ενώσεως Ελλάς» (ΕΕΕ) θα καταστρέψουν το μεσημέρι την τοπική Λέσχη Ιδιωτικών Υπαλλήλων.
Μουσολίνι αλά ελληνικά
Ευθύς μετά τα αποκαλυπτήριά του, το μνημείο του Αγνωστου Στρατιώτη μετατράπηκε σε πόλο έλξης και σημείο επίδειξης των ποικιλόμορφων εγχώριων φασιστικών οργανώσεων.
Στις 24.4.1932 παρήλασαν π.χ. μπροστά του οι ένστολοι φαιοχίτωνες της «Εθνικιστικής Οργανώσεως Ελλάδος» του Αλέξανδρου Γιάνναρου (Π. Στεριώτης, «Προσπάθειαι άξιαι τιμής», σ. 85-86). Το αποκορύφωμα όμως ήρθε στις 24 Ιουνίου 1933 με το ημιεπίσημο, τρομοκρατικό «προσκύνημα» της βορειοελλαδικής ΕΕΕ.
«Κατά την εορτήν των αποκαλυπτηρίων του μνημείου του αγνώστου στρατιώτου η ΕΕΕ θα αντιπροσωπευθή με 2.000 μέλη της κρανοφόρα. Θα γίνη η προς τας Αθήνας πορεία», διαβάζουμε χαρακτηριστικά σε επιστολή του Αναστασίου Νταλίπη, στελέχους της φασιστικής οργάνωσης, προς το Φίλιππο Δραγούμη (8.2.1932). Τελικά, η οργάνωση εκπροσωπήθηκε απλώς στην τελετή, η δε «πορεία προς τας Αθήνας» (που φιλοδοξούσε ν’ αποτελέσει το εγχώριο ισοδύναμο της νικηφόρας «πορείας προς τη Ρώμη» των ταγμάτων του Μουσολίνι το 1922) αναβλήθηκε για την επόμενη χρονιά.
Στόχος του καθαρά παρακρατικού αυτού εγχειρήματος ήταν η μεταφορά στην πρωτεύουσα του κλίματος τρομοκρατίας κατά της αριστεράς και των συνδικάτων που οι «χαλυβδόκρανοι» της ΕΕΕ είχαν ήδη επιβάλει στη Θεσσαλονίκη μετά τον εμπρησμό της εβραϊκής φτωχογειτονιάς του Κάμπελ (29.6.31). «Η κάθοδος αύτη των εθνικιστών εις την πρωτεύουσαν», μας πληροφορεί μ’ ενθουσιασμό το «Εθνος» (25.6.33), «έχει τον χαρακτήραν επιδείξεως όλων των υγιών στοιχείων της χώρας, τα οποία αντιπροσωπεύουν την αντίδρασιν κατά των ανατρεπτικών προπαγανδών και την προσήλωσιν εις τας ιδέας της πατρίδος, της θρησκείας και της οικογενείας».
Από το ίδιο ρεπορτάζ μαθαίνουμε πως η μεταφορά των 2.500 περίπου φασιστών έγινε «διά δύο ειδικών αμαξοστοιχιών, εξ εκείνων αι οποίαι συνήθως χρησιμοποιούνται διά την μεταφοράν στρατού εν καιρώ επιστρατεύσεως». Στην Αθήνα τους υποδέχτηκαν 600 ομοϊδεάτες τους και… οι αρχές.
Επικεφαλής της πορείας των φαιοχιτώνων απ’ το Σταθμό Λαρίσης μέχρι το Σύνταγμα τέθηκε η φιλαρμονική του Δήμου Αθηναίων. Στον Αγνωστο Στρατιώτη τούς περίμεναν παραταγμένα τμήματα ευζώνων κι η μπάντα της προεδρικής φρουράς, ο πρόεδρος της Γερουσίας Στυλιανός Γονατάς, οι υπουργοί Εσωτερικών Ιωάννης Ράλλης και Δικαιοσύνης Σπυρίδων Ταλιαδούρος, ο φρούραρχος Μπακόπουλος «και πολλοί ανώτεροι αξιωματικοί της ενταύθα φρουράς» («Ελ. Βήμα»). Την επιμνημόσυνη δοξολογία έψαλε ο Βεροίας Πολύκαρπος με τη μισή Ιερά Σύνοδο.
Η τελετή κορυφώθηκε με κατάθεση στεφάνου και την ορκωμοσία των «αλκίμων», της νεολαίας της ΕΕΕ, «ενώ η μουσική ανέκρουε τον Εθνικόν Υμνον και τον Υμνον των Εθνικιστών» («Καθημερινή»). Ακολούθησε ομιλία στελέχους της ΕΕΕ κατά του «εξωτερικού κι εσωτερικού εχθρού» και παρέλαση των χαλυβδόκρανων «προ των επισήμων, ισταμένων προ του μνημείου» («Εθνος»). Επικεφαλής των φασιστικών τμημάτων βάδιζαν οι εύζωνοι της φρουράς («Καθημερινή»).
Για την πάταξη των αντιφασιστικών εκδηλώσεων της αριστεράς κινητοποιήθηκε όλη η αστυνομία της πρωτεύουσας, σε αγαστή συνεργασία με τους χαλυβδόκρανους. Οι τελευταίοι αφέθηκαν ελεύθεροι ακόμη και να πυροβολούν εναντίον των αντιφρονούντων.
Ματωμένη ιστορία
«Ενώ η αμαξοστοιχία διήρχετο την οδόν Κωνσταντινουπόλεως», διαβάζουμε π.χ. στο «Εθνος» (25.6.33), «δύο κομμουνισταί, οι Αρ. Πιστόλης και Αν. Χατζίσκος ή Πικραμένος, εμούτζωσαν τους εθνικιστάς. Οι εθνικισταί επυροβόλησαν εναντίον των και ετραυμάτισαν σοβαρώς εις την οσφυακήν χώραν τον Χατζίσκον ή Πικραμένον, όστις και μετεφέρθη εις το Δημοτικόν Νοσοκομείον. Ο Πιστόλης εστράπη εις φυγήν μη συλληφθείς». Οσο για το φασίστα που πυροβόλησε, αυτός όχι μόνο δεν συνελήφθη, αλλά ούτε καν αναζητήθηκε.
Ο τελικός απολογισμός ήταν ένας τουλάχιστον νεκρός (ο εργάτης Π. Θωμόπουλος) από αστυνομική σφαίρα κατά τη διάρκεια οδομαχιών έξω απ’ το Βαρβάκειο, δύο βαριά τραυματισμένοι από σφαίρες, δεκάδες χτυπημένοι από γκλομπ και πάνω από 200 αντιφασίστες συλληφθέντες.
Μία ακόμη ματωμένη σελίδα της δημοκρατικής Ιστορίας του τόπου, για την οποία δεν έχει στηθεί -φυσικά- κανένα μνημείο.
Ο «μονόλογος» του Αγνωστου Στρατιώτη
ΦΟΡΕΙΣ ΤΟΥ ΙΟΥ: ΤΑΣΟΣ ΚΩΣΤΟΠΟΥΛΟΣ, ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΤΡΙΜΗΣ, ΑΝΤΑ ΨΑΡΡΑ, ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΨΑΡΡΑΣ /
ios@enet.grΣε πρωτοσέλιδο χρονογράφημά του με τίτλο «Αποκαλυπτήρια» (27.3.1932), ο «Ριζοσπάστης» έβαλε τον Αγνωστο Στρατιώτη να συνομιλεί το βράδυ της τελετής με τους περαστικούς.
Το αντιμιλιταριστικό κήρυγμά του συνιστά μια εναλλακτική ματιά πάνω στο γεγονός, εμπνευσμένη από τα τραυματικά βιώματα εκατοντάδων χιλιάδων φαντάρων της «ένδοξης δεκαετίας» 1912-1922:
«Ημουν ένας εργάτης, ένας αγρότης, ένας φτωχός διανοούμενος. Στη ζωή μου με πήγαιναν του κλώτσου και του βρόντου. Πείνασα, δίψασα, γύρισα γυμνός, ταπεινώθηκα, χρεώθηκα, διώχτηκα από τη δουλειά μου. Τέλος με φωνάξανε φαντάρο να υπερασπίσω, λέει, την πατρίς. Πήγα χωρίς το θέλημά μου. Και κείνοι το ξέρανε πως χωρίς το θέλημά μου πήγα. Γι’ αυτό με σφίξανε μέσα στην τρομοκρατία, την πιο άγρια. Σούζο! Να μη σκεφτώ, να μη μιλήσω. Δεν ήμουνα γι’ αυτούς παρά ένα φονικό μηχάνημα, σαν το τουφέκι μου, που έπρεπε να σκοτώνω τον εχθρό. Κι αν τόφερνε η περίσταση να σκοτωθώ, έπρεπε νάδινα τη ζωή μου πρόθυμα κι αδιαμαρτύρητα. Ημουνα το πολύ-πολύ ένα ζώο… Τι αξία είχα; Τομάρι… Φονικό μηχάνημα και κρέας για το κανόνι του εχθρού.
Κι όταν εγώ, κάτω από τη βία και την τρομοκρατία, σερνόμουνα πάνω στα ματωμένα πεδία των μαχών, πίσω μου, στο σπίτι μου πεινούσαν. Τα παιδιά μου κι η γυναίκα μου, η μάνα κι ο πατέρας μου. Ο πλούσιος γείτονας έβρισκε πως η αδερφή μου έχει νόστιμο κρέας και η γυναίκα μου όμορφα μάτια. Δεν αργούσε να αναλάβει την”‘προστασία” τους μέσα στο πλούσιο κρεβάτι του…
Σκοτώθηκα έτσι, όπως ένα μυρμήγκι σκοτώνεται κάτω από το παπούτσι ενός που περνάει… τόσο ήμουν ασήμαντος στη ζωή γι’ αυτούς… Ενας λιγότερος! Στείλανε θαρρώ κάποιο γράμμα στο σπίτι μου, πως πέθανα σαν ήρωας, και οι γυναίκες του σπιτιού μου δινότανε σαν πόρνες! Τέτοιο τομάρι λοιπόν ήμουνα στη ζωή μου, χωρίς καμιά εχτίμηση, χωρίς καμιά υπόληψη!
Τώρα πώς βρέθηκα ξάφνου τόσο σπουδαίος, που να μου κάνουνε παράτες, να μου βγάνουν λόγους και να μου καταθέτουνε στεφάνους; Δεν είναι ωστόσο μυστήριο, όσο θα φαινότανε. Για τη μάζα των κουτών, τους χρειάζεται να δείχνουν πως μ’ έχουν σε τέτοια τιμή και υπόληψη. Αύριο στο νέο πόλεμο που ετοιμάζουν θα καλέσουν και νέα κορόιδα να πάνε, όπως εγώ. Κι άλλους να σκοτωθούνε. Γι’ αυτά τα μελλοντικά τραγιά, χρειάζεται να δείχνουνε πως με τιμούνε και με θεωρούν ήρωα… Στο βάθος δεν έπαψαν ποτέ να με θεωρούν ένα ηλίθιο, που χάθηκα τζάμπα γι’ αυτούς, κι αν μάθαιναν τώρα τι σας λέω θα μ’ έστελναν στρατοδικείο…»