Γράφει ο Γιώργος Κακούρης
Είναι ένα από τα παλιότερα κλισέ που ξέρω: οι Κυπραίοι δεν εξεγείρονται, δεν διαδηλώνουν. Δεν παραπονιούνται, δεν διαμαρτύρονται, δεν βγαίνουν στους δρόμους. Σιύφκουν κκελλέ όταν καταπιέζονται και όταν το στομάχι τους είναι γεμάτο, γίνονται κομμάτι του συστήματος.
Όντως ο άνθρωπος τείνει να γίνεται πιο δυσκίνητος όσο πιο εύκολα είναι τα πράγματα. Ο Κυπραίος απλά είναι ακόμα μια ποικιλία ανθρώπου και δεν είναι εξαίρεση. Δεν μπορούμε να βρισκόμαστε πίσω ’που τον κόσμο. Αυτός άλλωστε είναι ένας μύθος που εξυπηρετεί δικηγόρους, γιατρούς και φιλόλογους που αποτελούν τους «’που πάνω».
Βλέπουμε τα παιδιά που ξεκίνησαν τις μικρές, αρκετά μικρές συγκεντρώσεις τους στην πλατεία Ελευθερίας και η πρώτη μας αντίδραση είναι να μηδενίσουμε την πρωτοβουλία λέγοντας πως είναι άτομα σχετικά ευκατάστατα, ή φοιτητές που έχουν το περιθώριο και τον ελεύθερο χρόνο.
Αλλά αυτό δεν αντιφάσκει με την άλλη ισοπεδωτική ατάκα πως «είμαστε όλοι χορτασμένοι» και γι’ αυτό δεν αντιδρούμε; Αν, ας πούμε, αρχίζουν να αντιδρούν έστω και λίγο κάποιοι «χορτασμένοι» τότε τι θέλουμε; Να σταματήσουν μέχρι να πεινάσουν; Να αφήσουν τη διαμαρτυρία για κάποιους εξιδανικευμένους «Αγανακτισμένους» όταν η κατάσταση θα έχει γίνει πολύ χειρότερη γιατί θα την έχουμε αφήσει να φτάσει εκεί;
Οι συγκεντρώσεις στην πλατεία, όπου άνθρωποι της γειτονιάς της παλιάς Λευκωσίας και της Φανερωμένης προσπαθούν να ξεκινήσουν μια συζήτηση για το τι είναι δημοκρατία, τράβηξαν έστω την περιέργεια κόσμου που κοντοστάθηκαν για μια στιγμή να δουν τι τρέχει, κάτι που ίσως δεν θα έκαναν στην πλατεία της Φανερωμένης γιατί νομίζουν πως την έχουν «καταλάβει», θετικά ή αρνητικά, με βάση τα όσα λένε φιλικά ή εχθρικά ΜΜΕ [παράξενο πώς μερικά μέτρα αλλάζουν τη συμπεριφορά μας].
Το πρόβλημα της συζήτησης στον κύκλο στην πλατεία ήταν πως ως επί το πλείστον παραμένει θεωρητική. Πως μιλάμε για «αντεξουσιαστικές δομές» χωρίς να εξηγούμε στον περαστικό τι σημαίνουν και χωρίς να είμαστε σίγουροι οι ίδιοι. Πως ικανοποιούμαστε με το να φτιάχνουμε ακόμα μια ουτοπία, αυτή της «άμεσης δημοκρατίας». Ίσως είναι γρήγορα ακόμα, αλλά δεν άκουσα να μιλάμε για την ανεργία, για τη βαθιά μαφία που αποτελεί το «κράτος» μας, για την απαξίωση του κόσμου από το σύστημα.
Το μόνο σημείο στη συνάντηση της περασμένης Κυριακής που ακούστηκε κάτι ενδιαφέρον ήταν όταν μια κοπέλα, που βρισκόταν στην Ισπανία τις ημέρες των «Αγανακτισμένων» μοιράστηκε τις εμπειρίες της. Και εκεί που περίμενες να ξεκινήσει η πραγματική συζήτηση για το τι σημαίνει και τι προϋποθέτει να βγουν οι νέοι μιας χώρας στις πλατείες, η συγκέντρωση έκλεισε απότομα. Ήταν ώρα να βγουν τα λαχανικά από την κατσαρόλα και να φάμε. Πόσο να αντισταθώ στο κλισέ μετά απ’ αυτό;
Κι όμως, αν μετά από κάθε τέτοια ομαδική συζήτηση ένα, έστω, άτομο, πάει σπίτι, σκεφτεί και διαβάσει, τότε δεν είναι καθόλου μικρή επανάσταση. Κι αν ο κυνικός μέσα μας [που δεν είναι τίποτε άλλο από έναν απογοητευμένο ιδεαλιστή] δεν ικανοποιήθηκε, ας θυμηθεί ότι όταν ξεκινούν, οι αλλαγές σε μια κοινωνία είναι ατομικές. Και δεν είναι πάντα εντυπωσιακές, ούτε χρειάζονται πανοραμικά πλάνα.
Δημοσιεύθηκε στις 12 Ιουνίου 2011 στο «Π»
http://parathyro.com/?p=2125