Χριστούγεννα στο σπίτι, το πατρικό όπως λέγεται δίνοντας το στίγμα της εξουσίας που δίνει όνομα και νόημα στα πράγματα. Ξυπνώ με δυσκολία απ’ τα παρακάλια της μαμάς «για να φάμε όλοι μαζί». Από μέσα ακούω και τη φωνή του παππού, οπότε ξέρω. Ξέρω τι θα αντιμετωπίσω με ακρίβεια. Το έχω ζήσει με σχεδόν πανομοιότυπο τρόπο όσο θυμάμαι τον εαυτό μου. Σηκώνομαι και πράγματι όλα είναι όπως πρέπει: ο μπαμπάς καλοντυμένος δέχεται ευχές στα τηλέφωνα, η μαμά επίσης καλοντυμένη με το κλασσικό χτένισμα των εορτών και τα αδέρφια μου, μάλλον βαριεστημένα, ενατενίζουν παθητικά το σκηνικό έχοντας μάλλον το ίδιο αίσθημα της κουραστικής επανάληψης. Το απόγευμα θα έρθουν επισκέψεις για τη γιορτή του μπαμπά, θείοι και θείες, συνάδελφοι, φίλοι, ξαδέρφια και ανίψια. Όλοι μοιράζονται λίγο πολύ μιας ίδιας τάξης επιτελεστικότητα, είναι ετερόφυλα ζευγάρια, ο άντρας με πουκάμισο/γραβάτα, η γυναίκα με ταγιεράκι ή κάτι άλλο γυναικείο ανάλογα και με την ταξική θέση, τη μόρφωση κ.τ.λ., όλοι πάντως είναι ίδιοι. Αν έχουν και μικρά παιδιά μπορεί να τα κουβαλήσουν μαζί για να χαζοχαριεντιστούν μαζί τους οι επισκέπτες και να δείξουν πόσο τα αγαπάνε όλοι που είναι παιδιά ενώ αυτοί μεγάλοι.
Είναι εδώ που μεγάλωσα, μέσα σ’ αυτήν την τόσο θεατρική επιτέλεση της αρρενωπότητας, σ’αυτό το βασίλειο της μικροϊδιοκτησίας και της καταναγκαστικής ετεροφυλοφιλίας. Εδώ είναι όλοι «όπως πρέπει» και μαζεύονται κάθε τόσο μες στο χρόνο, έτσι και σήμερα, για να επιβεβαιώσουν πως είναι «όπως πρέπει», όπως οι άλλοι: άντρες, οικογενειάρχες, με αξιοπρεπή εισοδήματα, με «καλά παιδιά», προκομένα, με μια καλή γυναίκα, νοικοκυρά, μάνα. Μπορεί να μιλήσουν και για πολιτική όμως κι εκεί δεν θα ξεφύγουν πολύ απ’ το τι πιστεύει «όλος ο κόσμος», τι αναπαράγεται δηλαδή στην τηλεόραση. Βασικά δεν έχει και πολύ σημασία τι θα πουν, δεν έχει και πολύ σημασία αν έχουν και κάτι να πουν, σημασία έχει να είναι εκεί για το τελετουργικό, να επιβεβαιώσουν τη θέση τους, την έμφυλη-ταξική τους θέση. Γι’ αυτό και οι γονείς μου με καλούν εκβιαστικά σ’ αυτές τις περιστάσεις, πρέπει κι εγώ να περάσω τον έλεγχο και να βεβαιώσω πως είμαι ένας απ’ αυτούς, πως είμαι κανονικός, μορφωμένος, έξυπνος, τυπικός, άξιο μέλος της κοινωνίας (τους). Δεν έχει σημασία που οι γονείς μου ξέρουν πως δεν είμαι και πολύ κανονικός, όλο το σιωπηλό δράμα που παίζεται απ’ την εφηβεία μου για το γεγονός πως είμαι αδερφή. Ούτε το γεγονός πως ξέρουν την «ακραία» μου πολιτικοποίηση.
Σημασία έχει ο ρόλος στο συγκεκριμένο τόπο και χρόνο που οφείλω να επιτελέσω, αυτόν του γιού, του φοιτητή, του νέου-μέλλον του τόπου κ.τ.λ. Και λέω στον εαυτό μου οκ, θα τον επιτελώ όσο λιγότερο ανώδυνα για μένα, με τον ανάλογο κυνισμό: δεν τρέφω κανένα σεβασμό για τους γονείς μου και τα τελετουργικά τους όμως εξαρτώμαι οικονομικά απ’ αυτούς όποτε ακολουθώ απλά τους όρους του συμβολαίου. Απ’ την άλλη σκέφτομαι αυτόν τον κυνισμό τον έχουν υπόψιν τους κι αυτοί οπότε δεν κάνω κάτι τρομερό. Θέλω να πω, πως η αρρενωπότητα, ως έκφραση του εαυτού, δεν είναι απλά η θεατρική επιτέλεση του άνδρα αλλά επιτελεστικότητα με την έννοια πως αποτελεί σύστημα εξουσίας πολύ πέρα από απλές προθέσεις ή στιγμιαίες εκτονώσεις. Εγώ γεννήθηκα και μεγάλωσα εδώ κι εκτός από οικονομικά τροφοδοτούμαι και συναισθηματικά απ’ το εδώ και υποχρεώνομαι να είμαι γιος της οικογένειας πέρα απ’ το υλικό κομμάτι. Ακόμη κι αν κόψω πλήρως δεσμούς θα συνεχίσω με τον έναν ή τον άλλο τρόπο να κουβαλώ αυτόν τον εαυτό που δημιουργήθηκε εδώ και να κρίνω τα πράγματα και βάσει των εδώ μου παραστάσεων. Όλα αυτά κάπως μπερδεμένα, κάπως διαφορετικά τα σκέφτομαι κάθε φορά που έρχομαι επίσκεψη στους γονείς μου. Τα τελετουργικά αυτά επιβεβαίωσης ταυτότητας, άρα ασφάλειας υλικής-συναισθηματικής, βεβαιώνουν παράλληλα επισφάλεια και διχασμό κι αυτό νομίζω χαρακτηρίζει ως ένα βαθμό την αρρενωπότητά μου, όπως έχει διαμορφωθεί τα τελευταία χρόνια, ένα συνεχές αίσθημα ρήξης, μια ασυνεχής διαδρομή ανάμεσα σε ενοχές, ανασφάλειες και διαφορετικές ασταθείς ταυτίσεις.
Αγουροξυπνημένος ακόμα κι ενώ κατευθυνόμουν στην τουαλέτα άκουσα τη μάνα μου στο τηλέφωνο να μιλάει για μένα, απ’ ότι πληροφορήθηκα πιο μετά, σε κάποια συγγενή σε άλλη πόλη. Μιλούσε για μένα με περηφάνεια, τις επιδόσεις μου στη σχολή, τις ικανότητές μου. Εκείνη τη στιγμή ένιωσα πάλι εκείνο το συναίσθημα, ήθελα να της επιτεθώ, να της πω να πάψει να ελπίζει πια για μένα, να πάψει να είναι περήφανη για οτιδήποτε με αφορά. Ήθελα να της πω για τις φάσεις που ‘χω συμμετάσχει στην αναρχία, τους βανδαλισμούς, τις πορείες, τον Δεκέμβρη και το έργο της καταστροφής στο οποίο ηθικά και πρακτικά συμμετείχα. Ήθελα να της πω πως ψωνίζομαι στα πάρκα και πηδιέμαι με άνδρες που δεν ξέρω ούτε από τι αρχίζει το όνομα τους, ότι είμαι χαμένο κορμί και τίποτα δικό μου δεν έχω για να κάνω οποιαδήποτε περήφανη. Όμως δεν είπα τίποτα απ’ όλα αυτά και πήγα και κάθησα στο τραπέζι να φάω, «όπως πρέπει». Κι αυτή η «ήττα» ήταν εν μέρει μόνο αποτέλεσμα της συναισθηματικής και υλικής ισχύος της οικογένειάς μου απέναντί μου. Πολύ περισσότερο ήταν το γεγονός πως όλα αυτά που ήθελα να της προτάξω σε μεγάλο βαθμό δεν αποτελούν για μένα τόπο ασφαλή, κάπου που με αναγνωρίζω σταθερά, αλλά φυγές από μια πολεμική συνθήκη, εκτονώσεις. Καταστάσεις όπου ο δυνάστης της κανονιστικής αρρενωπότητας είναι τις περισσότερες φορές παρών, όπου η τσίτα απέναντι στην αστυνόμευση της ετεροκανονικότητας είναι εκεί και απλά την ξεχνάω προσωρινά με το αλκοόλ και το χάσιμο στα πάρτι. Συνειδητοποίησα πως πέραν του να σοκάρω τη μαμά μου δεν είχα και πολλά να της πω, εκτός δηλαδή απ’ αυτά που λίγο πολύ υποψιάζεται. Η μαμά μου έκανε απλά χρήση της επίσημης ας πούμε αρρενωπότητάς μου, της ταυτότητάς μου όχι απλά όπως θέλει να είναι, αλλά εν τέλει όπως είναι. Γιατί μπορεί να ισχύει πως κατά καιρούς επιτελώ το χαμένο κορμί και δεν ξέρω γω τι άλλο, όμως απέναντι στους γονείς μου, το πανεπιστήμιο και τους μπάτσους δείχνω την ταυτότητα που λέει πως είμαι γιος μικροαστών απ’ την επαρχία, φοιτητής, έλληνας, άρρεν. Κι αυτά τα κοινωνικά δεδομένα είναι που ρυθμίζουν την κοινωνική μου ύπαρξη, το πώς αναγνωρίζομαι απ’ τους άλλους.
Σ’ αυτό καταλήγω όχι (απαραίτητα) για να αυτομαστιγωθώ αλλά για να θέσω το ζήτημα της πολιτικής. Ξεκινώντας απ’ την παραδοχή πως το φύλο αποτελεί πανίσχυρο μηχανισμό εξουσίας, με την έννοια πως η διαδικασία εμφυλοποίησης διαρκεί όσο όλη μας η ζωή και για την ακρίβεια μάς παρέχει ή όχι το δικαίωμα σ’ αυτή, δυσκολεύομαι να κοιτάξω την αρρενωπότητα αφ’ υψηλού και από μια θέση τελείως εξωτερική και γι’ αυτό μπαίνω στη διαδικασία να την ψάξω στα βιώματά μου. Σ’ αυτό που συνέχεια πάω να καταλήξω αλλά προσπαθώ να αποφύγω είναι το συμπέρασμα πως η ταυτότητά μου δεν είναι συνεχής αλλά κατακερματισμένη σε διαφορετικά πεδία και ολίγον σχιζοφρενική. Από τη μια κοιτάζω την εκπαίδευσή μου σε αγόρι και το όλο ταξικό-εθνικό κόντεξτ [1] και από την άλλη τα διαφορετικά κοινωνικά πεδία με τα οποία έχω έρθει σε επαφή αφότου έφυγα απ’ το σπίτι των γονιών και μπορώ να δω την πρώτη ως την πιο αποφασιστική για την κοινωνική μου ύπαρξη, αφού αποτελεί τον πιο ρυθμιστικό παράγοντα στο συνεχές της εξουσίας και επιτήρησης στο οποίο υπόκειμαι. Δεν είναι ούτε η γκέι κουλτούρα στην οποία λιγότερο ή περισσότερο μετέχω, ούτε το φοιτητιλίκι που μου εξασφαλίζουν ταυτότητα, αυτοί είναι παράγοντες που υπάρχουν μάλλον για να δραπετεύω απ’ το βάρος των πιέσεων. Κι αυτό το λέω γιατί μου τη σπάει αφάνταστα το κυρίαρχο ντισκούρ του anything goes, όπου ο κάθε βολεμένος λευκός μεσοαστός την έχει δει κουίρ ή δεν ξέρω γω τι.
Από την άλλη τα κοινωνικά δεδομένα δεν μένουν σταθερά ούτε ο τρόπος που αναγνωρίζουμε και αναγνωριζόμαστε απ’ τους άλλους. Και είναι αυτές οι σχέσεις, οι άνθρωποι που γνώρισα και γνωρίζω τα τελευταία χρόνια, οι πολιτικές διαδικασίες και το κινηματικό γίγνεσθαι που παράγουν μετατοπίσεις μέσα μου και έξω μου και είναι τα «όπλα» μου σ’ αυτήν την πολεμική συνθήκη με τη μικροαστική μου αρρενωπότητα και ό,τι την αντιπροσωπεύει.
Εν τέλει θέλω να πω, πως όση αμφιθυμία και ανασφάλεια μου προκαλεί η επαναφορά μου στο σπίτι που μεγάλωσα, άλλη τόση ελπίδα μου δίνουν σχέσεις που με βοηθάνε να αναγνωρίσω τον εαυτό μου διαφορετικά. Γιατί το φύλο μας και η σεξουαλικότητά μας παράγονται μεν από καθεστώτα βίας με εξαιρετικά ισχυρή και βαθιά κανονιστική ισχύ, χαρακτηρίζονται όμως από αυτή τη δυναμική που χαρακτηρίζει όλες τις ανθρώπινες σχέσεις, την ανθρώπινη κατάσταση. Και θέλω να ελπίζω στην ευτυχία των ημερών που δεν θα σκέφτομαι καθόλου πόσο άντρας φάνηκα κι αν αλήθεια με αγαπάει η μαμά μου γι’ αυτό που κάνω και γι’ αυτό που (δεν) είμαι...
[1] Το ότι προσθέτω την ταξική καταγωγή και το κοινωνικό κόντεξτ της επαρχίας είναι γιατί τα θεωρώ περιεχομένα της έμφυλής μου ταυτότητας. Άλλωστε έχω ακούσει από αναρχικούς που υπερασπίζονταν μια απαράδεκτη ομοφοβική μπάντα πως «είναι από την επαρχία τα παιδιά», μια φράση που έδινε άλλη διάσταση στην έμφυλή τους ταυτότητα, αυτή δηλαδή των νεαρών καβλωμένων μάτσο ομοφοβικών και αποτελούσε «ελαφρυντικό». Πρόκειται βέβαια για κλασική φαντασιακή αναπαράσταση της επαρχίας ως παράδεισο μιας αγνής και αθώας ετεροφυλοφιλίας όπου η ομοφοβία σου ‘ρχεται απο φυσικού σου ξερω γώ.
http://www.qvzine.net/qv4/no04.html