Ο ελληνικός επεκτατισμός
Επί χρόνια, η άποψη που έχει κυριαρχήσει σχετικά με το μέγεθος και το ήθος της Ελλάδας στη διεθνή σκακιέρα του ανταγωνισμού είναι πάνω κάτω η εξής: η Ελλάδα αποτελεί μία φτωχή πλην τίμια χώρα, που άγεται και φέρεται εξαρτώμενη από τα συμφέροντα της μεγάλης δύναμης στην οποία είναι ξεπουλημένη η εκάστοτε ηγεσία της, ενώ ταυτόχρονα περιβάλλεται από αδηφάγους γείτονες, που σαν άλλα αρπαχτικά ορέγονται τα εδάφη της, τα οποία δικαιωματικά της ανήκουν(μαζί με τόσα ακόμη που της στερούν…) καθ’ότι διατηρεί τίτλους ιδιοκτησίας από την εποχή του Χαλκού. Η άποψη αυτή, παρόλο που δεν έχει καμία σχέση με την πραγματικότητα, παίζει ένα σπουδαίο ρόλο: το ρόλο του αποπροσανατολισμού, της συσκότισης, της παραπλάνησης, της απόκρυψης.
Το ελληνικό κράτος, ως συλλογικός εκφραστής των συμφερόντων της αστικής τάξης, ιδρύθηκε το 1830. Αρκετά πριν, η ιδεολογική μηχανή της διασκορπισμένης ελληνικής αστικής τάξης –με τις εσωτερικές της διενέξεις για την πολιτειακή του μορφή- είχε πλάσει τα όνειρά της για τα εδάφη που θα αποτελούσαν το μελλοντικός της κράτος. Σε αυτό συνέβαλλε η έκδοση της Χάρτας από τον Ρήγα Φερραίο το 1797. Το 1844 ο Ιωάννης Κωλέττης – εξέχουσα πολιτική προσωπικότητα που υπηρέτησε τα ελληνική συμφέροντα από πολλές θέσεις- συλλαμβάνει και καταθέτει αυτό που συνοπτικά ονομάστηκε «Μεγάλη Ιδέα». Το δόγμα αυτό, διανθισμένο και συνεπικουρούμενο από άλλες κατασκευές, υπήρξε κινητήριος δύναμη για την εξωτερική και εσωτερική πολιτική του ελληνικού κράτους από τα πρώτα του βήματα. Καθόρισε κατά κάποιο τρόπο τις ζώνες επιρροής και τα εδάφη που θα πρέπει να κατακτηθούν για να επέλθει η «ιστορική δικαίωση».
Αυτή η επεκτατική πολιτική – που σε καμιά περίπτωση δε θα μπορούσε να εξελιχθεί ειρηνικά, μιας και έθιγε άλλα συμφέροντα- θα έπρεπε να επενδυθεί με τα κατάλληλα επιχειρήματα, ώστε να μπορεί να δικαιολογήσει τις απαιτούμενες θυσίες σε αίμα, χρόνο, αγαθά, υποδομές. Προφανώς τα σχέδια της ελληνικής αστικής τάξης, δεν μπορούσαν (τουλάχιστον τότε) να τεθούν ωμά και κυνικά με διαταγές του τύπου «χρειαζόμαστε ζωτικό χώρο, πηγαίνετε να μας τον φέρετε».
Για αυτό και η ιδεολογική μηχανή δούλεψε για να αλέσει σκεπτόμενα μυαλά, να παρακάμψει κοινωνικές αντιστάσεις και να αποσπάσει τη συναίνεση. Προς αυτήν την κατεύθυνση αναπτύχθηκαν οι κατασκευές περί συνέχειας της αρχαίας Ελλάδας με το Βυζάντιο, περί αλύτρωτων αδελφών που καταπιέζονται από την εξουσία των γειτονικών κρατών, περί ελληνικών εδαφών που κατοχυρώθηκαν ήδη από τον πρώτο αποικισμό, περί ιστορικής αποστολής του ελληνικού έθνους υπό τις ευλογίες της εκκλησίας και διάφορα άλλα. Δυστυχώς, η εσωτερική πολιτική του ελληνικού κράτους κατάφερε να ομογενοποιήσει σε τέτοιο βαθμό τον κοινωνικό σχηματισμό, με αποτέλεσμα οι επεκτατικοί πόλεμοι να δίνουν και να παίρνουν.
Τι κι αν υπήρξαν τα εμπόδια που αναχαίτισαν προσωρινά τον επεκτατισμό («ατυχής πόλεμος» του 1897, μικρασιατική εκστρατεία), αυτός δεν έπαψε να κινητοποιεί ως δόγμα όλες τις δυνάμεις του εθνικού κορμού. Τα αποτελέσματα αυτού του δόγματος –που σήμαινε καταπίεση και εκμετάλλευση στο εσωτερικό και πόλεμος στο εξωτερικό- φαίνονται καθαρά εάν κάποιος κοιτάξει τους γεωγραφικούς χάρτες από το 1830 έως το 1945. Η ελληνική επικράτεια πολλαπλασιάστηκε με φρενήρης ρυθμούς, ενώ σε στιγμές άγγιξε το απόλυτο όνειρο. Εμείς αυτό μπορούμε να το κατανοήσουμε μόνο με έναν τρόπο, παρά τους κυρίαρχους μύθους: για εμάς το ελληνικό κράτος, ως συλλογικός εκφραστής των αφεντικών, είναι φουλ επιθετικό και επεκτατικό. Ούτε θύμα, ούτε ψωροκώσταινα.
Όμως η ιστορία δε σταματάει εκεί. Αν θεωρήσουμε ότι η ουσία του επεκτατισμού είναι τα οικονομικά συμφέροντα, αυτός δεν πραγματώνεται σώνει και ντε μέσω πολεμικών συρράξεων. Μπορεί να συμβεί και με οικονομικά μέσα. Όχι πως εγκαταλείπεται η πολεμική προοπτική, αλλά σίγουρα βγαίνει από το πρώτο πλάνο και μπαίνει σε δεύτερο, ως απειλή. Μπορεί στον υποτιθέμενα πολιτισμένο κόσμο, το νόμισμα να έχει μεγαλύτερη δύναμη από τη σφαίρα, αλλά το νόμισμα θα ήταν άχρηστο εάν δεν υπήρχε η σφαίρα για να το επιβάλλει. Μπορεί φαινομενικά η εικόνα του Μπρεχτ, πως «… πίσω από τα κανόνια ξεπρόβαλαν οι έμποροι…» να μην ισχύει εξ’ ολοκλήρου στις μέρες μας, αλλά τα κανόνια είναι πάντα εκεί για να διασφαλίσουν την παρουσία των εμπόρων. Με αυτή την έννοια, ο οικονομικός επεκτατισμός των ελληνικών αφεντικών στη βαλκανική δεν παύει να είναι ιμπεριαλιστική πολιτική, ακόμα και αν η Ελλάδα δεν έχει κηρύξει επισήμως τον πόλεμο σε κανένα βαλκανικό κράτος.
Τα ελληνικά αφεντικά αφού εκμεταλλεύτηκαν, καταπίεσαν, κατέκλεψαν, καταλήστευσαν και κατέστρεψαν τον κοινωνικό πλούτο, τις κοινωνικές σχέσεις που τον παράγουν και το φυσικό περιβάλλον με τα αποθέματά του σε επίπεδο, βρήκαν νέα χωράφια στα διαλυμένα βαλκάνια να επεκτείνουν τις δραστηριότητές τους. Ο εθνικός μύθος της ψωροκώσταινας που υπακούει στις μεγάλες δυνάμεις, καταρρέει για άλλη μια φορά, αποδεικνύοντας ότι ο οικονομικός επεκτατισμός επιβάλλεται απ’τα δικά της ιδιαίτερα εθνικά συμφέροντα. Οι ανταγωνισμοί με παγκόσμιους κολοσσούς και η τελική επικράτηση για την απόκτηση των τηλεπικοινωνιακών οργανισμών και των αδειών κινητής τηλεφωνίας σε Βουλγαρία, Ρουμανία, Αλβανία, Μακεδονία και Σερβία, δείχνουν ότι τα ελληνικά αφεντικά ξέρουν πολύ καλά να φέρνουν εις πέρας τα δικά τους συμφέροντα. Στην ίδια κατεύθυνση, τα εκατοντάδες τραπεζικά υποκαταστήματα που ανήκουν σε ελληνικούς ομίλους και έχουν αναπτυχθεί σε όλη τη Βαλκανική, μαρτυρούν τον επεκτατισμό. Αλλά και σε επίπεδο πρωτογενούς παραγωγής, δεν είναι τυχαίο ότι αρκετά από τα ορυχεία των Βαλκανίων βρίσκονται σε ελληνικά επιχειρηματικά χέρια, ενώ οι επενδύσεις στους σιτοβολώνες της Ρουμανίας, είναι η τάση για τα αφεντικά των αγροτικών προϊόντων.
Το κατασκευαστικό κεφάλαιο δεν έχει μείνει έξω από όλα αυτά, έχοντας αναλάβει έργα κατασκευής και ανοικοδόμησης που αφορούν από δρόμους και λιμάνια, έως νοσοκομεία και σπίτια. Αλλά και στο κομμάτι του λιανικού εμπορίου, η «καπατσοσύνη» των ελληνικών αφεντικών δεν υστερεί σε τίποτα: αλυσίδες σούπερ μάρκετ (π.χ. βερόπουλος) ή καταστημάτων υψηλής τεχνολογίας (π.χ. γερμανός) κάνουν την εμφάνισή τους παντού, ενώ ταυτόχρονα οι υποανάπτυκτες –σε σχέση με την ελληνική- γειτονικές αγορές, απορρόφησαν το στοκ των ελληνικών επιχειρήσεων. Για τέλος (αν και ο κατάλογος δεν τελειώνει ποτέ) πρέπει να πούμε ότι τα ανύπαρκτα μεροκάματα αποτελούν δέλεαρ για τον τομέα της μεταποίησης σε βαθμό που ακόμα και μικρές βιοτεχνίες δεν το πολυσκέφτονται για να εγκατασταθούν πέρα των βορείων συνόρων. Για όλους αυτούς θα υπάρχει πάντοτε κάποιος που θα τους σκέφτεται με άγρυπνο μάτι: το ελληνικό κράτος και ο στρατός του.
Ο ελληνικός στρατός υπήρξε πολλάκις το κύριο «διαπραγματευτικό μέσο» της εξωτερικής πολιτικής του ελληνικού κράτους, συμμετέχοντας σε πολέμους και εκστρατείες για τον καθορισμό των ζωνών επιρροής στα πλαίσια του διακρατικού και οικονομικού παγκόσμιου ανταγωνισμού. Είτε αυτές οι εκστρατείες έγινα ή γίνονται στο όνομα του «παρεμβατισμού» του «εκδημοκρατισμού», του «φιλειρηνισμού» ή της «αντι-τρομοκρατίας», η ελληνική πολεμική μηχανή εξάσκησε τη φονικότητά της στην Ουκρανία (1919), στην Κορέα (1950), στη Σομαλία (1996), στην Αλβανία (1997), στο Ιράκ (1991 και 2003), στο Κόσσοβο (1999) και στο Αφγανιστάν (2001). Επίσης δε θα πρέπει να ξεχνάμε τις αμέτρητες δολοφονίες και καταστροφές που ενέγραψε στο ενεργητικό της, κατά της εθνικιστική επεκτατική έξαρση των Βαλκανικών πολέμων και της μικρασιατικής εκστρατείας. Όλες αυτές οι περιπτώσεις κατατάσσουν το ελληνικό κράτος στην κατηγορία των από φύση και θέση επιθετικών κρατών, με αποτέλεσμα να έχει διαμορφωθεί ένα «ειδικό βάρος», το οποίο μπορεί πλέον να εξασφαλίσει σε μεγάλο βαθμό τα αρπαχτικά σχέδια των αφεντικών του.
Η νίκη του δυτικού μπλοκ στην ψυχροπολεμική αναμέτρηση (καθ’ όλα στρατιωτική, με δεκάδες πολεμικά μέτωπα σε όλον τον πλανήτη), βρήκε την ελληνική πολεμική μηχανή και οικονομική μηχανή στην πλευρά των νικητών. Αυτή η υπεροχή, μαζί με τη διαρκώς επιδεικνυόμενη, αλλά βουβή, απειλή πολέμου, όπως αυτή εκφράζεται μέσα από τα τεράστια εξοπλιστικά προγράμματα και την αναδιάταξη των ενόπλων δυνάμεων, ώστε να κοιτούν προς το βορρά, είναι που επιτρέπει στα ελληνικά αφεντικά να βλέπουν την Βαλκανική περίπου σαν τσιφλίκι τους. Και με ποιο άλλο πλεονέκτημα, αν όχι με το ατού της ελληνικής πολεμικής μηχανής, πάντα έτοιμης να προστατέψει τις εθνικές επενδύσεις, δεν έγινε εφικτό να κατακλυστούν οι γύρω περιοχές από τα ελληνικά οικονομικά συμφέροντα; Με τι επιχειρήματα τροποποίησαν προς όφελός τους τα ελληνικά αφεντικά τις εκάστοτε τοπικές νομοθεσίες ή τις κοινωνικές σχέσεις, αν όχι με τα επιχειρήματα του οικονομικού στραγγαλισμού και του πολέμου; Με ποιον τρόπο, φαντάζεστε, ότι θα προστατευτούν οι ελληνικές επενδύσεις στη Βαλκανική, τώρα που ο ενδοκαπιταλιστικός ανταγωνισμός φουντώνει, τώρα που στριμώχνονται τόσοι πολλοί σε λίγα μέτρα γης, τώρα που τα ανεκμετάλλευτα χωράφια ανά την υφήλιο στερεύουν, αν όχι με τη δύναμη των όπλων;
Από την μπροσούρα «Πόλεμο στον Πόλεμο» που τυπώθηκε στις 3/2011
Ξυπόλυτο Τάγμα
Ολικοί αρνητές στράτευσης από τα Γιάννινα
πηγη
http://eagainst.com/articles/greek-imperialism/