ΟΙ ΕΞΕΓΕΡΜΕΝΕΣ ΠΛΥΣΤΡΕΣ
Το παρόν αποτελεί μια διασκευή του παραμυθιού του Blake, Εξεγερμένες Πλύστρες, προσαρμοσμένη στην επικαιρότητα των τελευταίων μηνών. Οποιαδήποτε ομοιότητα με πραγματικά ονόματα και περιστατικά δεν είναι διόλου συμπτωματική....Μια φορά κι έναν καιρό ήταν εφτά πλύστρες. Η Κωνσταντίνα, Βάσω, η Βάσια, η Αλέκα, η Φωτούλα και η Λίτσα. Και τα πήγαιναν μια χαρά. Κάθε μέρα με τα μπουγαδοκόφινα στο κεφάλι τράβαγαν κατά το ποτάμι. Όταν έφταναν, ξετύλιγαν τους μπόγους, τίναζαν τα ρούχα και τα βούταγαν στο νερό. Τ’άφηναν λίγο να μουσκέψουν, τα σαπούνιζαν , τα κοπάναγαν στις πέτρες, τα ξέπλεναν, τα έστιβαν και τα άπλωναν στου θάμνους και στα βράχια να στεγνώσουν. Ήταν οι καλύτερες (και οι πιο σκληρά εργαζόμενες) πλύστρες όλης της περιοχής. Αλλά ούτε κέρδιζαν όσα έπρεπε, ούτε ήταν ευχαριστημένες. Το αφεντικό του πλυντηρίου, ο κ. Νικήτας Κονομάκης –όνομα και πράμα- ήταν ένας τσιφούτης παλιανθρωπάκος...Ήταν δεμένος με τα λεφτά του και τις έβαζε να δουλεύουν από το πρωί ως το βράδυ. Κάθε μέρα τις υποχρέωνε να σηκώνονται από τα άγρια χαράματα, για να σιδερώσουν τα ρούχα που είχαν πλύνει την προηγούμενη πριν παραλάβουν τα καινούργια. Κι όταν ο Διαμαντής – οδηγός και δεξί χέρι του κ. Κονομάκη – έφερνε ένα ακόμα φορτίο άπλυτα φορτωμένα σε ένα κάρο που έσερνε ένας γαϊδαρος, ο Περίανδρος, έλεγε πάντα τα ίδια λόγια με τόνο ειρωνικό:
-Λυπάμαι κυρίες μου αλλά τα σημερινά είναι περισσότερα από χθες....
Κι έτσι περνούσαν οι μέρες...και οι μήνες...και τα χρόνια....
Όσο όμως περνούσε ο καιρός τόσο συνειδητοποιούσαν οι πλύστρες ότι τις έβαζαν να δουλεύουν πάρα πολύ για πάρα πολύ λίγα λεφτά.
Ένα πρωινό που οι πλύστρες κοίταζαν περίλυπες το νέο βουνό των ρούχων που μόλις είχε φτάσει, μία απ’ αυτές, η Κωνσταντίνα, ξέσπασε και διαμαρτυρήθηκε έντονα για όλα αυτά. Ήρθε μάλιστα και στα χέρια με τον Διαμαντή γιατί τον αποκάλεσε τσιράκι του αφεντικού. Αυτός τότε την έδειρε άσχημα, αφού όπως έλεγε συχνά, ένα πράμα δεν μπορούσε να αντέξει στις γυναίκες: τη γλώσσα τους. Ο Διαμαντής αφού «έκανε το καθήκον του», πήδησε στο κάρο του και απομακρύνθηκε αφήνοντας άναυδος τις πλύστρες που σαστισμένες μπροστά στο βίαιο αυτό θέαμα, δεν πρόλαβαν να αντιδράσουν. Καθώς φρόντιζαν την φίλη τους, οι πλύστρες έκαναν κάτι που δεν είχαν ξανακάνει ποτέ:Την αρχή έκανε η Βάσω:
-Δε φτάνει που δουλεύουμε απ’το πρωί ως το βράδυ....
-Δε φτάνει που όλα τα κέρδη απ’ τη δουλειά μας πάνε στη τσέπη του Κονομάκη...Συνέχισε στο ίδιο ύφος η Βάσια.
-Μας ειρωνεύονται κιόλας για τη σκληρή δουλειά μας...Είπε η Φωτούλα.
-Και όταν ζητάμε το δίκιο μας, μας δέρνουν κι από πάνω! Είπε αγανακτισμένη η Αλέκα.
-Και μας λένε και γλωσσούδες!Συμπλήρωσε η Νατάσα.
-Κι αν τα παρατάγαμε όλα αυτά;Πρότεινε η Λίτσα.
-Αυτό είναι!Πετάχτηκε απότοτομα η Κωνσταντίνα που ξεπέρασε ως δια μαγείας τους πόνους.
- Αυτό είναι κορίτσια, τα παρατάμε όλα. Γενική Απεργία Διαρκείας!!
Τα πρόσωπα τους έλαμψαν με μιας.
-Τι υπέροχη ιδέα! Φώναξε γελώντας η Νατάσα και πέταξε ένα γκρίζο από λίγδα πουκάμισο στην άκρη.
-Πώς δεν το είχαμε σκεφτεί πιο πριν;Χαχάνισε η Αλέκα που δεν κρατιόταν απ’ τη χαρά της πια.
Και βάλθηκαν να χορεύουν.
Ξαφνικά, άνοιξε η πόρτα. Ήταν το αφεντικό μαζί με το Διαμαντή.
-Τι συμβαίνει εδώ μέσα; Φώναξε ο κατσούφης. Ποιος σας είπε ότι μπορείτε να χορεύετε, ενώ έχουμε τόση δουλειά; Αλλά ένοια σας και θα σας μάθω εγώ να χορεύετε...Στο ταψί!!Εμπρός λοιπόν Διαμαντή δώσε τους ένα καλό μάθημα!
Μα πριν προλάβει να κάνει κάτι, οι πλύστρες έσπρωξαν το βουνό με τα βρώμικα σεντόνια, τ’αηδιαστικά μαντήλια, τις απαίσιες κάλτσες, τα λιγδιασμένη νυχτικά, τα βρωμισμένα τραπεζομάντηλα και τις φριχτές πετσέτες και τους κουκουλωσαν και τους δυο. Και ενώ αυτοί κλώτσαγαν και πάλευαν για να πάρουν μια ανάσα, οι πλύστρες το’βαλαν στα πόδια φωνάζοντας:
-Αφού σ’αρέσουν τόσο τ άπλυτα σου τσιφούταρε, φάτα!!
Ανέβηκαν όλες στο κάρο που’ταν παρκαρισμένο απ’έξω και η Κωνσταντίνα άρπαξε τα χαλινάρια και φώναξε στο γαϊδαρο:
-Ντέι!Περίανδρο, πάμε!
Οι πλύστρες ήταν τόσο ερεθισμένες απ’ αυτή τους τη φυγή, ώστε πέρασαν σαν βέλος τα λασπόνερα του δημόσιου κήπου και μούσκεψαν με βρώμικα νέρα τ’ ατσαλάκωτα ρούχα των περιπατητών.
-Σκεφτείτε κορίτσια, ποιος έπλυνε και σιδέρωσε χθές όλα αυτά τα ρούχα για να καμαρώνουν αυτοί; Και αν δεν είχαμε φύγει απ’το πλυσταριό: Ποιος θα τα έπλυνε αύριο; Ρώτησε η Κωνσταντίνα τις άλλες.
-Εμείς!Αλλά όχι πια!Φώναξαν όλες μ’ ένα στόμα και μια φωνή.
Από εκείνη τη στιγμή τίποτα δεν μπόρεσε να τις σταματήσει. Ρίχτηκαν μέσα στην πλατεία της αγοράς, αναποδογύρισαν τους πάγκους και λυπήθηκαν τα ζώα.
Σταμάτησαν σ’ όλα τα περβόλια, σκαρφάλωσαν σ’ όλα τα δέντρα κι έφαγαν σα νοικοκυρές ώσπου να σκάσουν. Στο δρόμο, έπεσαν πάνω σ’ ένα καπελάδικο και δεν άφησαν καπέλο για καπέλο. Έμπαιναν στις εκκλησίες και μια νύχτα τρόμαξαν τον κόσμο: άρπαχτηκαν για να κάνουν κούνια από τα σκοινιά που είχαν οι καμπάνες κι αυτές άρχισαν να χτυπούν δαιμονισμένα.
Η νέα τους ζωή τους άρεσε τόσο πολύ που δεν είχαν καμιά διάθεση να τη σταματήσουν. Και μέρα με τη μέρα αφήνιαζαν όλο και πιο πολύ. Όσοι προσπάθησαν να τις πιάσουν το πλήρωσαν πολύ άσχημα. Το πλύσιμο, άλλωστε, τις είχε κάνει πολύ δυνατές.
Είχαν τρομοκρατήσει τους πάντες. Σε κάθε χωριό έβαλαν κάμερες και έφτιαξαν ένα ψηλό παρατηρητήριο που στην κορυφή του φύλαγαν με βάρδιες παρατηρητές. Όταν έβλεπαν στον ορίζοντα κάρα με τις πλύστρες να πλησιάζει το χωριό , σήμαναν συναγερμό.
Σε ένα ξέφωτο καταμεσής στο δάσος ζούσαν σε μια καλύβα εφτά ξυλοκόποι. Όταν τους πληροφόρησαν πως πλύστρες είχαν φτάσει στα μέρη τους έσκασαν κάτι χαμογελάκια:
-Τώρα θα δούμε ποιος θα φοβηθεί τον άλλο!
Και υποσχέθηκαν να τους ετοιμάσουν μια μικρή έκπληξη: Έγιναν τόσο βρωμεροί και φριχτοί όσο έπαιρνε. Ανακάτωσαν τα μαλιά τους και μπέρδεψαν τα γένια τους. Πασάλειψαν με φούμο και λάσπη το πρόσωπο, τα χέρια και τα ρούχα τους, έμαθαν να ουρλιάζουν τρομακτικά σαν άγρια ζώα και κρύφτηκαν περιμένοντας να φανούν οι πλύστρες. Μόλις τις είδαν να ξεπροβάλλουν από μια στροφή του δρόμου, μπήκαν μπροστά στο κάρο κι άρχισαν να αλαλάζουν αλλόκοτα. Ο γαϊδαρος τα έμπηξε και οι εφτά πλύστρες ήταν έτοιμες να το βάλουν στα πόδια. Αλλά η Βάσω κατάλαβε γρήγορα την απάτη. Δεν είχαν τίποτα να φοβούνται: Είχαν μόνο μπροστά τους τα πιο ακάθαρτα και σιχαμερά όντα που είχαν δει στη ζωή τους.
-Απάνω τους κορίτσια!Θάρρος!Και θυμηθείτε πως είμαστε πλύστρες!
Και πηδώντας από το κάρο άρπαξαν τα εφτά σκιάχτρα. Τους βούτηξαν στο ποτάμι, τους μούσκεψαν λίγο, τους έστυψαν, τους κοπάνησαν στους βράχους, τους ξέπλυναν και τους ξάπλωσαν να στεγνώσουν στον ήλιο. Μόλις τελείωσαν όλα αυτά οι ξυλοκόποι ήταν πιο καθαροί και γυαλιστεροί απ’ όσο ποτέ. Όσο για τις πλύστρες αισθάνονταν πολύ περήφανες για το έργο τους. Μόλις συνήλθαν από το σοκ οι ξυλοκόπο, τις κάλεσαν στην καλύβα τους. Εκεί οι πλύστρες τους διηγήθηκαν όλη τους την ιστορία και αυτοί εντυπωσιασμένοι από τη γενναιότητα και την αποφασιστικότητα των γυναικών, ζήτησαν συγνώμη για τη συμπεριφορά τους και προσφέρθηκαν να τους φτιάξουν καλύβες και να μείνουν όλοι μαζί στο δάσος. Έτσι και έγινε. Κάποιοι μάλιστα ερωτεύθηκαν και έμειναν μαζί. Οι πλύστρες δεν ξαναγύρισαν ποτέ πια στο πλυντήριο.
Ακόμη και σήμερα, αν περιπλανηθείτε στα βουνίσια μονοπάτια, μπορεί να συναντήσετε πλύστρες και ξυλοκόπους να πλένουν και να κόβουν ξύλα, να ζουν και να μεγαλώνουν τα παιδιά τους ελέυθερα και ευτυχισμένα. Γιατί κανονίζουν οι ίδιοι τη ζωή τους.....
Αφιερωμένο στην Κωνσταντίνα Κούνεβα και σε όλους τους ανθρώπους που αγωνίζονται με αξιοπρέπεια για τη ζωή τους και τις εξεγέρσεις του μέλλοντος.