Τα «καραβάνια» της επανάστασης – Ρεπορτάζ από την εξεγερμένη Τυνησίαhttp://www.xekinima.org/arthra/view/article/ta-karabania-tis-epanastasis-reportaz-apo-tin-ekse/Ανταπόκριση από την Τυνησία, από το σάιτ της CWI (socialistworld.net)
Καθώς ετοιμαζόμαστε να αναρτήσουμε αυτό το άρθρο, πληθαίνουν τα στοιχεία που δείχνουν ότι γιγαντώνεται η αμφισβήτηση της προσωρινής κυβέρνησης από τον κόσμο που βρίσκεται στους δρόμους στην πρωτεύουσα Τύνιδα. Ο στρατός διατάχτηκε να προσπαθήσει να εμποδίσει την κάθοδο των «καραβανιών» διαδηλωτών που ξεκίνησαν από διάφορες πόλεις, και τα οποία κατευθύνονται προς την πρωτεύουσα, με στόχο την ανατροπή της κυβέρνησης Γκανούτσι. Τα πρώτα καραβάνια έφτασαν στην πρωτεύουσα την προηγούμενη Παρασκευή (21.1.11), στρατοπέδευσαν έξω από τα κυβερνητικά κτήρια και παραμένουν εκεί μέχρι αυτή την στιγμή, παρά την απαγόρευση κυκλοφορίας που έχει επιβληθεί.
Μετά την άρνηση σημαντικών τμημάτων της αστυνομίας να καταπνίξουν την επαναστατική έκρηξη και την μετακίνηση πολλών αστυνομικών με την πλευρά των διαδηλωτών, διατάχτηκε ο στρατός να κάνει την βρώμικη δουλειά ενός τρομοκρατημένου καθεστώτος.
Παρ΄ ότι ο στρατηγός Ραχίντ Αμάρ διαβεβαίωνε ότι ο στρατός θα αρνηθεί να παίξει το βρώμικο αυτό ρόλο, δηλώνοντας ότι «ο στρατός θα προστατεύσει την επανάσταση» δεν πρέπει να υπάρξει καμιά εμπιστοσύνη στις κορυφές του στρατού. Γι’ αυτό, σήμερα έχει εξαιρετική σημασία το να υπάρξει ένα κάλεσμα από την μεριά των επαναστατημένων μαζών προς τους απλούς φαντάρους για να υπερασπίσουν την επανάσταση. Θα πρέπει να κληθούν οι φαντάροι να εκλέξουν τις δικές τους επιτροπές μέσα στο στράτευμα και να ασκήσουν με αυτό τον τρόπο το δικαίωμα τους να εκλέγουν οι ίδιοι τους αξιωματικούς τους και να αρνούνται να εκτελέσουν διαταγές με τις οποίες δεν συμφωνούν.
Η μεταβατική κυβέρνηση διέταξε το άνοιγμα των σχολείων την Δευτέρα (24.1.11) αλλά οι εκπαιδευτικοί προχώρησαν αμέσως σε απεργιακή κινητοποίηση διαρκείας. Η συμμετοχή έφτασε το 100% στις περισσότερες περιοχές – συμπεριλαμβανομένης της Τύνιδας – ενώ ακόμα και σε πόλεις όπως η Ζαγκουάν, όπου δεν υπήρχε καμία συνδικαλιστική παράδοση, η συμμετοχή στην απεργία έφτασε το 90%.
Καμία εμπιστοσύνη δεν υπάρχει πια στην μεταβατική κυβέρνηση, παρά την δημόσια υπόσχεση του πρωθυπουργού Γκανούτσι ότι θα εγκαταλείψει την πολιτική και θα διαλύσει το παλιό κυβερνητικό κόμμα, το RCD (Δημοκρατικός Συνταγματικός Συναγερμός).
Ο Γκανούτσι υποσχέθηκε πως θα προχωρήσει σε εκλογές σε 6 μήνες, όμως αυτός είναι πάρα πολύ μεγάλος χρόνος για αυτούς που έχουν κάνει την επανάσταση και δεν είναι διαθετειμένοι να περιμένουν τόσο καιρό μέχρι να υπάρξει νέα κυβέρνηση. Θα έπρεπε εδώ και τώρα να έχουν το δικαίωμα να εκλέξουν τους αντιπροσώπους τους σε μια προσωρινή επαναστατική εθνοσυνέλευση/κοινοβούλιο, που να αποφασίσει πότε και πώς θα γίνουν εκλογές για την ανάδειξη καινούργιας κυβέρνησης, θέτοντας ταυτόχρονα τους στόχους και την πολιτική που θα πρέπει να ακολουθηθεί.
Καμία υποστήριξη δεν μπορεί να δοθεί σε οποιαδήποτε κυβέρνηση η οποία επιδιώκει απλά να διώξει μερικούς από τους πιο μισητούς ανθρώπους του περιβάλλοντος του Μπεν Άλι με στόχο την διασφάλιση και διατήρηση του καπιταλιστικού συστήματος. Ούτε μπορεί να δοθεί εμπιστοσύνη σε οποιαδήποτε κυβέρνηση συμπεριλαμβάνει προσωπικότητες και πολιτικά σχήματα που λειτουργούσαν την προηγούμενη περίοδο σαν «αντιπολίτευση» (είτε εντός, είτε εκτός Τυνησίας) και οι οποίοι μιλούν μεν αριστερά, αλλά δεν θέτουν ζήτημα ανατροπής του συστήματος, υποστηρίζοντας ότι «πρέπει πρώτα να διασφαλιστεί η δημοκρατία» (στα πλαίσια δηλαδή του καπιταλισμού). Στην βάση του καπιταλισμού, στην Τυνησία, ιδιαίτερα κάτω από την κυριαρχία ιμπεριαλιστικών δυνάμεων όπως είναι η Γαλλία, η οποία παρέμενε προσκολλημένη στον Μπεν Άλι ακόμα και όταν οι τυνησιακές μάζες ήταν στους δρόμους παλεύοντας για την ανατροπή του, δεν μπορεί να υπάρξει δημοκρατία σε οποιαδήποτε σταθερή και μόνιμη βάση.
Η ιδέα ότι πρέπει να ολοκληρωθεί σε πρώτη φάση μια «εθνική δημοκρατική επανάσταση» ενάντια στην δικτατορία, διατηρώντας ταυτόχρονα τις καπιταλιστικές σχέσεις στην κοινωνία, είναι πέρα για πέρα λαθεμένη. Θα σήμαινε απλά το να συγκρατηθούν οι εργατικές μάζες, να εμποδιστούν από το να προχωρήσουν μαχητικά μπροστά, δίνοντας έτσι χρόνο στην άρχουσα τάξη και στις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις να επιχειρήσουν την σταδιακή αποκατάσταση του ελέγχου στην χώρα και να συνεχίσουν την εκμετάλλευση της εργατικής τάξης και του λαού.
Με τους εργαζόμενους σε πολλούς εργατικούς χώρους να «απολύουν» τα αφεντικά τους και να προχωρούν στην εκλογή επιτροπών οι οποίες σπρώχνουν προς την κατεύθυνση γενικευμένης απεργιακής δράσης, τίθονται πολλά και μεγάλα, κεφαλαιώδη ζητήματα. Μια μορφή εργατικού ελέγχου αρχίζει να αναπτύσσεται σε πολλούς εργατικούς χώρους. Tο ζήτημα της ιδιοκτησίας και της διοίκησης του συνόλου της βιομηχανίας και του τραπεζικού συστήματος – και όχι μόνο των επιχειρήσεων που ήταν συνδεδεμένες με την παλιά άρχουσα κλίκα γύρω από τον Μπεν Άλι – έχει ήδη τεθεί στην ημερήσια διάταξη, ταυτόχρονα και παράλληλα με την καίρια αναγκαιότητα για δημοκρατικό έλεγχο και διαχείριση από την μεριά των εργαζομένων.
Όπως κάνει ξεκάθαρο το ρεπορτάζ από το εσωτερικό της Τυνησίας το οποίο ακολουθεί, αρχίζουν να αναπτύσσονται στη χώρα κάποια στοιχεία μιας σοσιαλιστικής επανάστασης. Η πραγματικότητα είναι πως μόνο μια επανάσταση η οποία θα ανατρέψει τον καπιταλισμό και θα θέσει τις βάσεις για τον σοσιαλισμό προσφέρει διέξοδο από την κοινωνική δυστυχία, η οποία έσπρωξε τις τυνησιακές μάζες κατ’ αρχήν σε εκδηλώσεις απελπισίας, όπως την αυτοπυρπόληση, και στην συνέχεια στο να κατέβουν μαζικά στους δρόμους, σ’ αυτή την επαναστατική έκρηξη η οποία αρχίζει να βάζει φωτιά σε ολόκληρο τον αραβικό κόσμο.
Η πραγματικότητα όμως είναι ότι δεν υπάρχει μέσα στις εργατικές μάζες και τη νεολαία η συνείδηση για την αναγκαιότητα αυτή, της ανατροπής του καπιταλιστικού συστήματος. Υπάρχουν αυταπάτες στην ιδέα του εκδημοκρατισμού του καθεστώτος, απλά, χωρίς την ανατροπή της κοινωνικής βάσης της δικτατορίας του Μπεν Άλι. Στον βαθμό που αυτές οι αυταπάτες επικρατήσουν, αυτό θα δώσει στην πραγματικότητα μια ανάσα στην παλιά άρχουσα ελίτ, καθώς και χρόνο για να μπορέσει να ελέγξει την κατάσταση και να διατηρήσει την εξουσία της. Η όποια «σταθερότητα» προκύψει όμως θα είναι πολύ προσωρινή και θα ακολουθηθεί από νέες κοινωνικές εκρήξεις.
Αυτό που λείπει από τις συγκεκριμένες συνθήκες, και που είναι από αντικειμενική σκοπιά εντελώς απαραίτητο, είναι η ύπαρξη ενός επαναστατικού σοσιαλιστικού κόμματος το οποίο να θέσει το ζήτημα της αναγκαιότητας του να πάρουν τα εργατικά και λαϊκά στρώματα τα πράγματα στα χέρια τους. Οι επιτροπές που έχουν ήδη δημιουργηθεί σε μια σειρά εργατικούς χώρους και σε κάποιες τοπικές κοινωνίες, χρειάζεται να κινηθούν στην κατεύθυνση της μεταξύ τους σύνδεσης σε επίπεδο περιφερειών και σε εθνικό επίπεδο, παράλληλα με τους νέους και δημοκρατικά εκλεγμένους αντιπροσώπους που αρχίζουν να εμφανίζονται σε διάφορα επίπεδα στο εσωτερικό του συνδικαλιστικού κινήματος (UGGT – Γενική Συνομοσπονδία Εργατών Τυνησίας).
Όπως αναλύει το ρεπορτάζ το οποίο ακολουθεί, μια έκτακτη συνδιάσκεψη της Γενικής Συνομοσπονδίας Εργατών Τυνησίας, UGGT, με δημοκρατικά εκλεγμένους αντιπροσώπους, απαιτείται επειγόντως. Σε μια τέτοια συνδιάσκεψη θα μπορούσε να συζητηθεί διεξοδικά η τρέχουσα κατάσταση και να προταθούν συγκεκριμένα μέτρα για τον εκδημοκρατισμό του συνδικαλιστικού κινήματος και να εκκαθαριστούν οι γραμμές του από τους συνδικαλιστές που ήταν συνδεδεμένοι με το παλιό καθεστώς. Όπου μπλοκάρεται ο δρόμος, λόγω γραφειοκρατικών εμποδίων, οι εργαζόμενοι θα είναι υποχρεωμένοι να κινηθούν στην κατεύθυνση του να χτίσουν τις δικές τους δημοκρατικές συνδικαλιστικές οργανώσεις για να αγωνιστούν για τα συμφέροντα τους.
Καμία υποστήριξη, κανενός είδους, δεν μπορεί να δοθεί στην ιδέα ότι τα συνδικάτα ή οποιοδήποτε αριστερό κόμμα, θα πρέπει να συνεργαστεί με πολιτικά κόμματα τα οποία είναι υπέρ της διατήρησης της ατομικής ιδιοκτησίας και του ελέγχου της βιομηχανίας από τους ιδιώτες καπιταλιστές. Η ηγεσία της UGΤΤ πρέπει να πιεστεί αφόρητα για να καλέσει άμεσα μια γενική απεργία με στόχο την εκδίωξη της κυβέρνησης, έτσι ώστε να ανοίξει ο δρόμος για την εγκαθίδρυση μιας κυβέρνησης των εργαζομένων και των φτωχών λαϊκών στρωμάτων.
Τα «καραβάνια» της επανάστασης – Ρεπορτάζ από την εξεγερμένη Τυνησία Ξεπερνώντας τους παλιούς τους φόβους, η νεολαία, οι εργατικές μάζες, οι άνεργοι και οι φτωχοί της Τυνησίας ξεσηκώθηκαν, και σαν ένας γίγαντας ανέτρεψαν τον μισητό Μπεν Άλι και την μαφία γύρω από αυτόν. Η ταχύτητα με την οποία ξεδιπλώθηκε η επανάσταση στην Τυνησία έχει κάνει ξεκάθαρο στις λαϊκές μάζες ολόκληρης της περιοχής, πόσο ασταθές είναι στην πραγματικότητα το έδαφος πάνω στο οποίο τα στηρίζονται τα αντίστοιχα βάρβαρα, καταπιεστικά καθεστώτα τους.
Τα δημοφιλή ανέκδοτα στην Τυνήσια αυτή την περίοδο περιγράφουν με τον πιο ωραίο τρόπο αυτή την πραγματικότητα.
«Μια και είμαστε στον δρόμο, ας πάμε αύριο στην Τρίπολη (σημ «Ξ»: πρωτεύουσα της Λιβύης) κατά τις 9 το πρωί, να ρίξουμε τον Καντάφι μέχρι τις 9.30, άντε το πολύ μέχρι τις 10, και μετά να έρθουμε πίσω και να συνεχίσουμε την δική μας επανάσταση!».
Στις πρόσφατες μαζικές διαμαρτυρίες στην Αλγερία ο κόσμος κρατούσε τυνησιακές σημαίες και φώναζε «Μπουτεφλίκα και Μπεν Άλι – Δολοφόνοι!» (σημ: ο Μπουτεφλίκα είναι ο «εκλεγμένος» πρόεδρος της Αλγερίας), λέγοντας στην ουσία: «Τα αδέλφια μας στην Τυνησία τα κατάφεραν, γιατί να μην τα καταφέρουμε και εμείς;». Με άλλα λόγια, έχει έρθει η ώρα για να ξεκαθαρίσουν πολλοί παλιοί λογαριασμοί...
Άνεμος ελευθερίας
Οι τυνησιακές μάζες έχουν μάθει μέσα σε έναν μήνα εξέγερσης, πράγματα που κάποτε χρειάζεται μισός αιώνας για να κατανοήσει κανείς. Απ’ άκρη σε άκρη στην Τυνησία η αυτοπεποίθηση τους παραμένει σε εξαιρετικά ψηλά επίπεδα. Η διάθεση του κόσμου, το κλίμα που επικρατεί, σαν αποτέλεσμα της τεράστιας νίκης, του να ανατρέψουν μέσα από μια αυθόρμητη εξέγερση και με τα γυμνά τους χέρια, τον δικτάτορα, είναι η αίσθηση ότι είναι ανίκητοι, ότι μπορεί να συνθλίψουν οτιδήποτε βρεθεί στον δρόμο τους. Ο Κουβανός επαναστάτης Τσε Γκεβάρα είχε πει κάποτε «Ας είμαστε ρεαλιστές, ας επιδιώξουμε το αδύνατο!». Εδώ, αυτό που μόλις χτες φαινόταν αδύνατο, σήμερα είναι πραγματικότητα. Η φωτογραφία του Τσε Γκεβάρα κυκλοφορεί παντού, βρίσκεται στα πανό των διαδηλώσεων και στις μπλούζες των διαδηλωτών.
Στην πρωτεύουσα Τύνιδα, παρά την παρουσία των τεθωρακισμένων και των στρατιωτών στους δρόμους, παρά τα ελικόπτερα που βρίσκονται στον αέρα σε καθημερινή βάση, ένας άνεμος ελευθερίας φυσάει – αποτέλεσμα του τεράστιου αγώνα των μαζών.
«Ο κόσμος έχει αναπνεύσει τον αέρα της ελευθερίας, τα πράγματα έχουν αλλάξει. Αυτή είναι μια επανάσταση και όχι απλά μια εξέγερση»,
είπε ο Χαμπαντί Μπεν Σαλέχ, ένας απλός εργαζόμενος, μιλώντας σε μια από τις τυνησιακές εφημερίδες. Πραγματικά, την επανάσταση τη νιώθεις στον αέρα. Ο συγγραφέας Τζον Ριντ, που είχε περιγράψει στο πασίγνωστο βιβλίο του «Δέκα μέρες που συγκλόνισαν τον κόσμο» την ρωσική επανάσταση του 1917, έγραφε «Κάθε γωνία, σε κάθε δρόμο, ήταν ένα δημόσιο βήμα διαλόγου». Εδώ στην Τύνιδα κάθε μέρα, παντού, ομάδες ανθρώπων συζητούν πολιτικά, ανταλλάσσουν απόψεις, προσπαθούν να εκτιμήσουν την κατάσταση. Νιώθουν ότι έχουν μεταμορφωθεί ολοκληρωτικά, καθώς για πρώτη φορά έχουν την δυνατότητα να εκφράσουν αυτό που σκέφτονται και αυτό που πιστεύουν. Τα βιβλιοπωλεία με υπερηφάνεια παρουσιάζουν στις προθήκες τους βιβλία που ήταν απαγορευμένα επί Μπεν Άλι.
Η κρατική τηλεόραση, η οποία μέχρι πριν από λίγες μόνο μέρες θύμιζε τον τηλεοπτικό σταθμό που περιέγραφε ο Τζορτζ Όργουελ στο φημισμένο μυθιστόρημα του «1984», και που το μόνο που έκανε ήταν να παρουσιάζει τις δραστηριότητες του «Μεγάλου Αδελφού» Μπεν Άλι και της γυναίκας του, τώρα παρουσιάζει και προβάλει σε όλη της την έκταση την επανάσταση που συγκλονίζει την χώρα.
Η επαναστατική διαδικασία έχει επηρεάσει όλα τα στρώματα της κοινωνίας. Συγκροτήματα χιπ-χοπ μουσικής, που μέχρι τώρα λειτουργούσαν υπόγεια, βγαίνουν στην επιφάνεια και κατακεραυνώνουν την δικτατορία με τον διαπεραστικό τους στίχο. Ο κόσμος εκφράζεται ελεύθερα μετά από δεκαετίες καταπίεσης και λογοκρισίας. «Sous les pavés, les jasmins» (Κάτω από τα πεζοδρόμια, είναι τα γιασεμιά) έγραφε ένα πανό στα γαλλικά σε μία από τις διαδηλώσεις του περασμένου Σαββάτου στην Τύνιδα – μια παραλλαγή του φημισμένου συνθήματος του επαναστατικού γαλλικού Μάη του ’68, «Sous les pavés, la plage» (Κάτω από την άσφαλτο, είναι η παραλία).
Η χρήση του ίντερνετ είναι εξαιρετικά διαδεδομένη για την διοργάνωση και την γνωστοποίηση συγκεντρώσεων διαμαρτυρίας – ιδιαίτερα μέσα στη νεολαία. Ενδεικτικά, η «νέα» μεταβατική κυβέρνηση, που ανέβηκε στην εξουσία μετά την πτώση του Μπεν Άλι, σε μια από τις άπειρες προσπάθειες της να γίνει αποδεκτή από τα λαϊκά στρώματα, αποφάσισε να απελευθερώσει τον Σλιμ Αμαμού, έναν πολύ γνωστό blogger, ο οποίος είχε φυλακιστεί μια βδομάδα νωρίτερα, να του ζητήσει να κόψει τα μαλλιά του και... τον έκανε υπουργό «Νεολαίας και Αθλητισμού»!
«Dégage!» (Φύγετε!)
Στους δρόμους της Τυνησίας κυριαρχεί ένα διπλό συναίσθημα: η εντύπωση ότι τα πάντα άλλαξαν και ταυτόχρονα ότι δεν έχει αλλάξει τίποτα. Η νέα μεταβατική κυβέρνηση του πρωθυπουργού Γκανούτσι, στην οποία όλα τα βασικά υπουργεία βρίσκονται στα χέρια ανθρώπων του παλιού καθεστώτος (συμπεριλαμβανομένων των υπουργείων άμυνας, εσωτερικών, οικονομικών και εξωτερικών) βρίσκεται στην κόψη του ξυραφιού από την πρώτη μέρα της δημιουργία της. Η ίδια η ύπαρξη της γίνεται αντιληπτή σαν μία προσβολή προς την επανάσταση. Απλά, για τις εξεγερμένες μάζες, είναι αβάσταχτη η υποκρισία πολιτικών οι οποίοι έχουν στα χέρια τους το αίμα των τυνησιακών μαζών και οι οποίοι την ίδια στιγμή ανακηρύσσουν τρεις μέρες «εθνικού πένθους για τους μάρτυρες της επανάστασης»!
Σε ότι αφορά τα κόμματα της αντιπολίτευσης, τα οποία έχουν αποδεχθεί υπουργικές θέσεις στην κυβέρνηση αυτή – το «αστικό – δημοκρατικό» PDP και το «κομμουνιστικό κόμμα» Ετατζντίντ – και που ο κόσμος στον δρόμο τα αποκαλεί ειρωνικά «αντιπολίτευση επί χάρτου», με κάθε μέρα επιπλέον που παραμένουν στην κυβέρνηση εξοντώνουν το πολιτικό τους μέλλον. Τρομοκρατημένοι από το μαζικό κίνημα, οι ηγέτες των κομμάτων της αντιπολίτευσης αυτής, είναι έτοιμοι για κάθε είδους συμβιβασμό έτσι ώστε να σταθεροποιήσουν την καπιταλιστική τάξη πραγμάτων, ακόμα και να αποτελέσουν τον πέμπτο τροχό στην κυβέρνηση του Γκανούτσι.
Οι διαδηλώσεις συνεχίζονται σε καθημερινή βάση σε όλη την χώρα, με κεντρικό αίτημα να φύγει αυτή η κυβέρνηση. Την Παρασκευή πολλές χιλιάδες κόσμου διαδήλωσαν, ξεκινώντας από την μεγάλη λεωφόρο Χαμπίμ Μπουρκίτα στην Τύνιδα, μαζεύοντας κόσμο καθ’οδόν και καταλήγοντας στο προεδρικό μέγαρο.
«Μην κλέβετε το όνειρο μας!», «Συνεχίζουμε την επανάσταση μας!», «Μας έχουν κλέψει τον πλούτο μας, δεν θα μας κλέψουν και την επανάσταση μας!», «Έξω το RCD, το κίνημα μας συνεχίζει!», «Φύγετε, φύγετε, φύγετε!»,
ήταν από τα αναρίθμητα συνθήματα τα οποία φώναζαν οι διαδηλωτές. Στην πραγματικότητα δεν υπάρχει καμία μεγάλη πόλη ή περιοχή της Τυνησίας στην οποία δεν έχουμε καθημερινές διαδηλώσεις που έχουν σαν στόχο να απαλλάξουν την χώρα από κάθε ίχνος από το παλιό δικτατορικό καθεστώς.
Όπως λεει και η παροιμία, «τρώγοντας έρχεται η όρεξη». Οι μάζες, έχοντας κερδίσει μια τρομερή μάχη, δεν είναι διαθετειμένες να μείνουν στην μέση του δρόμου, δεν είναι διαθετειμένες να δουν τη νίκη τους να υποκλέπτεται από αυτούς οι οποίοι κυβερνούσαν την χώρα μαζί με τον Μπεν Άλι για δεκαετίες. Αμφισβητώντας αυτή την νέα κυβέρνηση που η ίδια έχει διορίσει τον εαυτό της, κατανοούν ενστικτωδώς ότι αν παραμείνουν αυτοί οι άνθρωποι στην εξουσία θα αφαιρεθεί από την επανάσταση τους η ουσία της και ότι υπάρχει ο κίνδυνος να επιστρέψουν πάλι στην κατάσταση την οποία πολέμησαν και ανέτρεψαν με τόσο θάρρος, με τόσο αίμα και με τόσες ακούραστες θυσίες.
Εδώ και μια βδομάδα τώρα, όλες οι δυνατές κινήσεις απελπισίας που μπορεί να φανταστεί κανείς, έγιναν από αυτή την μεταβατική συμμαχική κυβέρνηση, για να προσπαθήσει να δικαιολογήσει την ύπαρξη της στα μάτια των μαζών, καταφεύγοντας στον ένα συμβιβασμό μετά τον άλλον και στη μία παραχώρηση μετά την άλλη. Την Παρασκευή (21/1) ο πρωθυπουργός Γκανούτσι, με κροκοδείλια δάκρυα στα μάτια του δήλωσε σε μια «συνέντευξη προς το έθνος» ότι είναι έτοιμος να εγκαταλείψει την πολιτική ζωή «το συντομότερο δυνατόν». Είπε ότι «όπως κάθε Τυνήσιος», ζούσε κάτω από τον «τρόμο της δικτατορίας του Μπεν Άλι». Ο Γκανούτσι όμως δεν φαινόταν και τόσο τρομοκρατημένος όταν υπέγραφε συμφωνίες με το ΔΝΤ, όταν προωθούσε και επέβλεπε τις ιδιωτικοποιήσεις προς το συμφέρον του κεφαλαίου και όταν έδινε την έγκριση του για την βάρβαρη καταστολή του κινήματος, του οποίου σήμερα παριστάνει τον πολιτικό εκφραστή.
Ο κόσμος θέλει να τελειώνει μια και καλή με την παλιά κατάσταση. Ο Μπεν Άλι είχε πλέξει έναν τεράστιο ιστό ελέγχου για να παρακολουθεί και να καταστέλλει κάθε κίνηση αντίστασης μέσα στην χώρα. Τώρα που η «αράχνη» έχει φύγει, ο ιστός, παρότι σχισμένος, παραμένει εκεί και ο κόσμος θέλει να τον ξεφορτωθεί ολοκληρωτικά.
Την ώρα που γράφονται αυτές οι γραμμές, ένα «καραβάνι ελευθερίας», το οποίο έχει ξεκινήσει από τις πιο φτωχές περιοχές της Κεντρικής και Δυτικής Τυνησίας από όπου ξεκίνησε αρχικά η επανάσταση, σπάζοντας την απαγόρευση κυκλοφορίας, έχει ήδη φτάσει στην πρωτεύουσα Τύνιδα με δηλωμένο σκοπό του να προκαλέσει την πτώση της κυβέρνησης. «Σκοπός αυτού του καραβανιού είναι να ρίξει την κυβέρνηση, ιδιαίτερα τους υπουργούς του RCD» εξηγούσε επίμονα ένας συνδικαλιστής που συμμετείχε σε αυτή την μακρά πορεία, αποτελούμενη από χιλιάδες ανθρώπων όλων των ηλικιών. Παρόμοιες πορείες ετοιμάζονται να ξεκινήσουν και από άλλες περιοχές της χώρας.
Μόλις πρόλαβε να ανακοινώσει το σταδιακό άνοιγμα των σχολείων και των πανεπιστημίων (που είχαν κλείσει από τις 10 του Γενάρη λόγω του φόβου νεολαιίστικων εξεγέρσεων) η κυβέρνηση βρέθηκε αντιμέτωπη με μια απεργία διαρκείας των εκπαιδευτικών στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση από την Δευτέρα που πέρασε (την μέρα δηλαδή που τα σχολεία θα ξεκινούσαν μαθήματα). Το κύριο αίτημα αυτής της απεργίας είναι η διάλυση της μεταβατικής κυβέρνησης! Είναι σωστό επομένως να υποθέσουμε ότι η ζωή αυτής της κυβέρνησης θα αποδειχθεί πολύ σύντομη, καθώς τα διαφορετικά τμήματα του κρατικού μηχανισμού καταρρέουν.
Τμήματα της αστυνομίας περνούν στην πλευρά της επανάστασης
Στην διαδήλωση της προηγούμενης Παρασκευής στην Τύνιδα έγινε ένα πρωτοφανές γεγονός, του οποίου η έκταση δεν έχει ακόμη φανεί σε όλη της την διάσταση. Μια ομάδα αστυνομικών προσέγγισε τους διαδηλωτές και δήλωσε ότι συμμετέχει και υποστηρίζει την επανάσταση. Μερικοί από αυτούς ανέβηκαν πάνω στα αστυνομικά οχήματα και άρχισαν να μιλούν απολογούμενοι για τον ρόλο που είχαν παίξει την προηγούμενη περίοδο. Ορκίστηκαν συμμετοχή και υπεράσπιση στο κίνημα των μαζών προκαλώντας μια ενθουσιώδη ανταπόκριση από την μεριά του πλήθους που φώναζε: «Οι αστυνομικοί είναι μαζί μας! Οι αστυνομικοί είναι παιδιά του λαού!».
«Είμαστε μαζί σας, υπερασπιζόμαστε την επανάσταση, δεν είμαστε εμείς που σας πυροβολήσαμε – οι αξιωματικοί το έκαναν» απάντησαν οι αστυνομικοί. Στην συνέχεια το πλήθος σήκωσε μερικούς από αυτούς στα χέρια του, με πολύ κόσμο καθώς και αστυνομικούς να μην μπορούν να συγκρατήσουν τα δάκρυά τους.
Την επόμενη μέρα πολλοί περισσότεροι αστυνομικοί, ακόμα και αξιωματικοί, συμμετείχαν στις πορείες που έγιναν στην πρωτεύουσα, όλοι τους φορώντας κόκκινα περιβραχιόνια σε ένδειξη αλληλεγγύης με τα πλήθη που συμμετείχαν στην πορεία. «Κι εμείς ήμασταν θύματα του καθεστώτος του Μπεν Άλι» είπε ένας από αυτούς. Ένας από τους διαδηλωτές έδωσε συνέντευξη σε ένα γερμανικό κανάλι και είπε: «Αυτοί οι αστυνομικοί κερδίζουν 250-300 δηνάρια (130-160 ευρώ) τον μήνα. Με αυτά τα λεφτά δεν είναι σε θέση να ταίσουν τις οικογένειες τους. Δεν τους κρατάμε έχθρα».
Σκηνές όπως αυτήν έχουμε δει να επαναλαμβάνονται σε πολλά άλλα μέρη. Στην πόλη Σφαξ, οι αστυνομικοί έκαναν πορεία την περασμένη Παρασκευή μέσα από τους κεντρικούς δρόμους της πόλης φορώντας τις στολές τους και κόκκινα περιβραχιόνια, τραγουδώντας από την μια τον εθνικό ύμνο και φωνάζοντας συνθήματα υπέρ της ελευθερίας από την άλλη. Η πορεία κατέληξε στα γραφεία της UGTT (ΓΣΕ Τυνησίας) όπου ένας από τους διαδηλωτές διάβασε ένα ψήφισμα το οποίο κατάγγελλε τις συνθήκες δουλειάς των αστυνομικών και καλώντας υπέρ της δημιουργίας συνδικάτων που να έχουν την θέληση να υπερασπιστούν τα δικαιώματα τους. Στην πόλη Σους, στην Καμπέ, στο Σιντί Μπουζίντ, στην πόλη Μοναστίρ και στην Μπιζέρ, η αστυνομία πορεύτηκε μαζί με τους διαδηλωτές, διεκδικώντας συνδικαλιστικά δικαιώματα και αυξήσεις στους μισθούς, συμμετέχοντας μερικές φορές ακόμα και σε απεργιακές κινητοποιήσεις.
Τα ταξικά ζητήματα αρχίζουν να βγαίνουν στην πρώτη γραμμή Μια από τις ιδιομορφίες αυτής της επανάστασης είναι το γεγονός ότι το καθεστώς του Μπεν Άλι είχε καταφέρει να στρέψει εναντίον του ολόκληρη την χώρα – συμπεριλαμβανομένου, για τους δικούς του λόγους, και ενός τμήματος της τυνησιακής αστικής τάξης. Η «οικογένεια» (του Μπεν Άλι) είχε απλώσει τα δίχτυα της σε κάθε τμήμα της οικονομίας της χώρας ασκώντας ασφυκτικό έλεγχο: τις τράπεζες, στην κοινωνική ασφάλιση, στις συγκοινωνίες, στα ΜΜΕ, στον τουρισμό, στην διαφήμιση, στις κατασκευές, στο εμπόριο, στην αυτοκινητοβιομηχανία κτλ. Αυτή η σύγκρουση, στην ουσία ανάμεσα σε διαφορετικά τμήματα της άρχουσας τάξης, έγινε ανοικτή στις 18/1 – 4 μέρες μετά την πτώση του Μπεν Άλι και την φυγή του στην Σαουδική Αραβία. Διακόσιοι από τους πιο μεγάλους καπιταλιστές της χώρας προχώρησαν σε κατάληψη των γραφείων της UTICA (σημ: ο Συνδεσμος Βιομηχάνων Τυνησίας) απαιτώντας την παραίτηση του Χεντί Τζιλάνι – του «αφεντικού των αφεντικών». Ο Τζιλάνι ήταν υποστηρικτής της παλιάς εξουσίας και στενά συνδεδεμένος με τις οικογένειες Τραβελσί (σημ: η οικογένεια της γυναίκας του Μπεν Άλι) και Μπεν Άλι, έχοντας παντρευτεί μία από τις κόρες του Μπεν Άλι.
Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία πως τα αφεντικά αυτά δεν θα είχαν κανένα πρόβλημα να προσαρμοστούν με ένα καθεστώς το οποίο τους προσέφερε ένα ελκυστικό περιβάλλον για τις καπιταλιστικές επιχειρήσεις τους και την δυνατότητα να εκμεταλλεύονται ασύδοτα μια ξεζουμισμένη «ελαστική» εργατική δύναμη, ιδιαίτερα στις ζώνες ελεύθερου εμπορίου. Τώρα όμως, που τα περισσότερα μέλη αυτής της οικογένειας έχουν συλληφθεί ή έχουν εξαφανιστεί από την χώρα, η αστική τάξη της χώρας, καθώς και πολλές ξένες πολυεθνικές τράπεζες, επιδιώκουν να πάρουν στα χέρια τους τον πλούτο και τις επιχειρήσεις της «οικογένειας». Κοιτάνε με εξαιρετική καχυποψία και έχθρα τις εξαγριωμένες εργατικές μάζες, οι οποίες δεν είναι διαθετειμένες να σταματήσουν την επανάσταση τους και να «πάνε στο σπίτι τους» - όπως θα τους ήθελαν οι εκπρόσωποι της άρχουσας τάξης.
Μ’ αυτή την έννοια, το σε ποιανού τα χέρια θα περάσουν τα περιουσιακά στοιχεία της «οικογένειας», οι επιχειρήσεις και οι μετοχές της, αποτελεί μια στρατηγική ερώτηση, μέσα από την οποία ξεκαθαρίζει με κρυστάλλινο τρόπο ο ταξικός χαρακτήρας αυτής της επανάστασης. Η εθνικοποίηση αυτού του πλούτου, όχι κάτω από την διαχείριση και τον έλεγχο αυτής της διεφθαρμένης κυβέρνησης των καπιταλιστών, αλλά κάτω από την διαχείριση και τον έλεγχο των εργαζομένων, είναι ο μόνος τρόπος για να επιστρέψει όλος αυτός ο πλούτος εκεί που πραγματικά ανήκει.
Πολλοί σύνδεσμοι και ομοσπονδίες βιομηχάνων έχουν απευθύνει καλέσματα στον τυνησιακό λαό να επιστρέψει στην εργασία του. Αυτό το σύνθημα, του «ας επιστρέψουμε όλοι στις εργασίες μας», παρεμπιπτόντως, δεν προέρχεται μόνο από την άρχουσα τάξη. Οι γραφειοκράτες συνδικαλιστές ηγέτες της UGTT δε νιώθουν καθόλου άνετα με την όλη κατάσταση, με τις διαδηλώσεις και τις απεργίες να σαρώνουν την χώρα. «Πρέπει να επανέλθει η ηρεμία στους δρόμους», ήταν τα λόγια με τα οποία ο Αμπίντ Μπρικί, ένας από τους δύο γενικούς γραμματείς της UGTT, εξέφρασε τη γνώμη του. Αντίθετα, η εργατική τάξη και οι φτωχοί, έχοντας ξεφορτωθεί τις αλυσίδες της δικτατορίας, νιώθουν ότι τώρα ήρθε η ώρα για να θέσουν τις ταξικές τους διεκδικήσεις στην πρώτη γραμμή. Απαιτείται συγκεκριμένη δράση για να μπορέσει το κίνημα να πάει μπροστά σε ένα καινούργιο, ανώτερο επίπεδο.
Για να γίνει αυτό οι εργαζόμενοι θα χρειαστούν στην πρώτη γραμμή της πάλης τους, ανθρώπους που να είναι έτοιμοι να παλέψουν για τα συμφέροντα της εργατικής τάξης και του λαού σαν σύνολο, όχι αυτούς που την μια μέρα υποστήριζαν τον Μπεν Άλι και την επόμενη μιλούσαν υπέρ της επανάστασης.
Χρειάζεται άμεσα καμπάνια για ένα έκτακτο συνέδριο της γενικής συνομοσπονδίας εργατών, UGTT, το οποίο να προετοιμαστεί από δημοκρατικά εκλεγμένους αντιπροσώπους σε τοπικό επίπεδο, κάτι για το οποίο χρειάζεται να ξεκινήσει η μάχη μέσα στις γραμμές της βάσης των συνδικάτων το συντομότερο δυνατόν. Αυτό θα έκανε δυνατή την εκλογή μιας γνήσιας, αντιπροσωπευτικής ηγεσίας, που να έχει γεννηθεί μέσα από τον επαναστατικό αγώνα και που να έχει εκλεγεί δημοκρατικά στην ηγεσία του συνδικαλιστικού κινήματος, αντί των διεφθαρμένων υποκριτών που αποτελούσαν τις κεφαλές των συνδικάτων, όπως ο Αμπίντ Μπρικί ή ο Αμπντεσαλάμ Τζράντ. Αυτοί οι τύποι είχαν κάνει τα πάντα στο παρελθόν για να χτίσουν ένα τείχος ενάντια στην επανάσταση προτού η επαναστατική ορμή των μαζών σαρώσει τα πάντα και μέσα και έξω από τις γραμμές των συνδικάτων.
Το αίτημα για μια γενική απεργία ακούγεται παντού. Μια τέτοια εξέλιξη θα αποτελούσε ένα καταλυτικό χτύπημα ενάντια σε αυτή την «μεταβατική» κυβέρνηση και ενάντια σε κάθε προσπάθεια για διατήρηση της σημερινής τάξης πραγμάτων, πετώντας στα σκουπίδια την σημερινή άρχουσα κλίκα, όπως επιθυμεί η συντριπτική πλειοψηφία των τυνησιακών μαζών με όλη της την καρδιά.
Την Παρασκευή (21.1.11) πολλοί διαδηλωτές συγκεντρώθηκαν μπροστά στα κεντρικά γραφεία της UGTT στην Τύνιδα, με κεντρικό σύνθημα το κάλεσμα γενικής απεργίας. Το αίτημα της γενικής απεργίας ήταν επίσης ένα από τα κεντρικά συνθήματα στην διαδήλωση της Σους και σε άλλες πόλεις. Την ίδια στιγμή ο ταξικός θυμός αναπτύσσεται σε πολλούς κλάδους και τμήματα της χώρας. Οι οδηγοί λεωφορείων της Τύνιδας κατέβηκαν σε απεργία για 2 μέρες. Ένας πολύς μεγάλος αριθμός διευθυντών, αφεντικών, ανώτερων αξιωματούχων κτλ., συνεργάτες του παλιού καθεστώτος, ένιωσαν τις προηγούμενες μέρες το τι σημαίνει οργή και εκδίκηση από την μεριά των εργαζομένων σε πολλές δημόσιες επιχειρήσεις.
Οι εργαζόμενοι αρχίζουν να παίρνουν τα πράγματα στα χέρια τους
Καθώς δεν περιμένουν κανενός είδους πρωτοβουλία από τα πάνω για κάθαρση στον κρατικό μηχανισμό και για αποπομπή των στενών συνεργατών του παλιού καθεστώτος, οι εργαζόμενοι έχουν πάρει πρωτοβουλίες από τα κάτω σε μια διαδικασία εκκαθάρισης των εργατικών χώρων από τους μισητούς εκπροσώπους του προηγούμενου καθεστώτος.
Την προηγούμενη Τετάρτη, οι εργαζόμενοι στην δημόσια ασφαλιστική εταιρεία Σταρ, κατέβηκαν σε απεργία και καθαίρεσαν τον διευθυντή τους κατηγορώντας τον για διαφθορά και για συνεργασία με το καθεστώς του Μπεν Άλι. Ακριβώς το ίδιο έγινε και στην Εθνική Αγροτική Τράπεζα, στα κρατικά διυλιστήρια (SNDP), στην δημόσια αεροπορική εταιρεία (Τunis Air).
Επιτροπές των εργαζομένων, εκλεγμένων από τα συνδικάτα έχουν πάρει τον έλεγχο των ειδήσεων στους ραδιοφωνικούς και τηλεοπτικούς σταθμούς. «Τώρα πια τις ειδήσεις τις αποφασίζουμε εμείς», εξήγησε ο Φαουζία Μετζί, ένας δημοσιογράφος της «La Presse», μιας καθημερινής εφημερίδας η οποία την προηγούμενη περίοδο λειτουργούσε κάτω από τις διαταγές των ανθρώπων του Μπεν Άλι. Ακόμα και οι τυφλοί κατέβηκαν σε διαδήλωση με αίτημα την αποπομπή του προέδρου του συλλόγου τους, κατηγορώντας τον ότι ήταν ξεπουλημένος στον Μπεν Άλι.
Κερδήθηκε μια πρώτη μάχη, όχι όμως ο πόλεμος
Η παρούσα κυβέρνηση «αιμορραγεί» – είναι στην πραγματικότητα θανάσιμα τραυματισμένη. Όλοι αυτό διαισθάνονται. Όμως η θεμελιακή ερώτηση είναι: Με τι θα αντικατασταθεί όταν θα καταρρεύσει;
Όταν έχουμε διαδηλωτές οι οποίοι σκαρφαλώνουν στα κυβερνητικά κτήρια και γράφουν στους τοίχους «Ζήτω η επανάσταση» ή «Υπουργείο του λαού» και όταν η επίσημη κυβέρνηση δεν είναι σε θέση να μετακινήσει σημαντικά τμήματα των δικών της ενόπλων δυνάμεων γιατί αυτά είναι με την μεριά της επανάστασης, υπάρχει μια πολύ ισχυρή αίσθηση στην κοινωνία ότι μια «κυβέρνηση του λαού» είναι πάρα πολύ κοντά. Ενώ όμως για πολλούς εργαζόμενους μια τέτοια κυβέρνηση σημαίνει μια κυβέρνηση των εργαζομένων και των φτωχών λαϊκών στρωμάτων, είναι πολλοί αυτοί οι οποίοι προσπαθούν να αποπροσανατολίσουν αυτό το αίτημα στην κατεύθυνση ενός αναγεννημένου καθεστώτος του RCD, σε μια αταξική κυβέρνηση εθνικής ενότητας που θα άφηνε τον καπιταλισμό ανέγγιχτο.
Η UGTT μιλάει για μια κυβέρνηση «εθνικής σωτηρίας», χωρίς όμως να δίνει οποιοδήποτε συγκεκριμένο περιεχόμενο ή εξήγηση για το τι σημαίνει κάτι τέτοιο. Σωτηρίας από τι; Για τα συμφέροντα ποιων;
Μια κυβέρνηση στην οποία δεν υπάρχει ούτε ένας υποστηρικτής του παλιού καθεστώτος θα γινόταν σίγουρα θετικά αποδεκτή από πάρα πολύ κόσμο. Όμως οι μάζες θα πρέπει να επαγρυπνούν για την περίπτωση να αντικατασταθεί η σημερινή κυβέρνηση των χτεσινών υποστηρικτών του Μπεν Άλι, από κάποια νέα κυβέρνηση που θα προκύψει από παρασκηνιακές συμφωνίες και δεν θα έχει προκύψει μέσα από την πάλη του λαού.
Πολλοί από τους ηγέτες της αντιπολίτευσης περιμένουν την ώρα που θα κληθούν να συμμετάσχουν στη νέα «δημοκρατική» κυβέρνηση, η οποία θα χρησιμοποιήσει το κύρος της για να επαναφέρει την παλιά ισορροπία στις ταξικές σχέσεις, να διασφαλίσει στους ξένους επενδυτές ότι δεν κινδυνεύουν τα συμφέροντα τους και να συνεχίσει τις ίδιες καπιταλιστικές πολιτικές που έχουν προκαλέσει τόση εξαθλίωση για τις τυνησιακές μάζες.
Οποιαδήποτε κυβέρνηση δεν είναι διαθετειμένη να συγκρουστεί και να ανατρέψει τον καπιταλισμό, απλά θα τον διασφαλίσει και θα τον διατηρήσει. Επομένως μόνο μια κυβέρνηση των εργατών και των φτωχών αγροτών μπορεί να χτίσει μια νέα κοινωνία για τις τυνησιακές μάζες.
Ο Ραμπέχν Αρφαουί, ένας εκπρόσωπος του Ετατζντίντ – του Κομμουνιστικού Κόμματος που σήμερα έχει στα χέρια του το υπουργείο Παιδείας στη μεταβατική κυβέρνηση – δήλωσε πρόσφατα:
Οι διάφορες ομιλίες που αναφέρονται σε αυτοδιοικούμενες επιτροπές και υπέρ της εγκαθίδρυσης μιας επαναστατικής κυβέρνησης δημιουργούν απατηλά όνειρα στον κόσμο, γιατί αυτά τα πράγματα είναι αδύνατον να συμβούν. Δεν έχουμε μπροστά μας μια επανάσταση όπως των Μπολσεβίκων».
Ενώ ο Αρφαουί κάνει ότι μπορεί για να υπερασπιστεί την παλιά τάξη πραγμάτων, οι «αυτοδιοικούμενες επιτροπές» αυξάνονται και απλώνονται. Αυτές οι επιτροπές θα μπορούσαν να αποτελέσουν την βάση, το εφαλτήριο, για ένα αποφασιστικό σπάσιμο με τον καπιταλισμό και να απευθυνθούν στους εργαζόμενους, τη νεολαία και τους καταπιεσμένους των γειτονικών χωρών για να τους καλέσουν να ακολουθήσουν το παράδειγμα τους. Δυστυχώς όμως, σήμερα, δεν υπάρχει κάποια πολιτική δύναμη που να δώσει αυτή την κατεύθυνση και να συνενώσει σε αυτή την προοπτική αυτό το κίνημα, δείχνοντας τον δρόμο για την ανατροπή της εξουσίας των καπιταλιστών. Η δημιουργία μιας τέτοιας πολιτικής δύναμης, ενός μαζικού επαναστατικού κόμματος της εργατικής τάξης, είναι η απαραίτητη προϋπόθεση για να γίνει η προοπτική μιας σοσιαλιστικής επανάστασης πραγματικότητα.
H πληθώρα των διαφορετικών επιτροπών που έχουν εμφανιστεί σε πολλά μέρη δείχνει ξεκάθαρα ότι οι τυνησιακές μάζες έχουν την δυνατότητα και την διάθεση να πάρουν τα πράγματα στα χέρια τους. Η εφημερίδα “La presse de Tunisie” έγραψε το Σάββατο (22/1) τα εξής:
«Στην Ζαρσίς (στη νοτιοανατολική Τυνησία) αμέσως μετά την πτώση του Μπεν Άλι, δημιουργήθηκαν επιτροπές στις γειτονιές και ξεκίνησαν το έργο τους – ανάλαβαν την συγκομιδή των σκουπιδιών, τα καθήκοντα της τροχαίας, ανάλαβαν να θέσουν υπό έλεγχο τις παραστρατιωτικές ομάδες που προκαλούσαν καταστροφές και έκαναν επιθέσεις σε καταστήματα, ανάλαβαν να προστατεύουν την πόλη στην διάρκεια της νύχτας».
Υπάρχουν αναρίθμητα παρόμοια παραδείγματα. Αποτελούν μια ζωντανή απάντηση σε όλους τους μύθους των ΜΜΕ, των πολιτικών, ξένων και ντόπιων, που καλούν τον τυνησιακό λαό να αφήσει τις τύχες της χώρας στα χέρια των σημερινών πολιτικών και αξιωματούχων που προέρχονται από το παλιό καθεστώς, ή να την παραχωρήσουν στα χέρια μιας κυβέρνησης τεχνοκρατών. Υποστηρίζουν ότι μόνο «αυτοί» έχουν επαρκή εμπειρία για να φέρουν σε πέρας αυτό το έργο. Αυτή η υποκριτική στάση βρίσκεται εκατομμύρια χιλιόμετρα μακριά από τις ιδέες που εξηγούσε ο Λένιν στην επανάσταση των Μπολσεβίκων το 1917 ότι δηλαδή «κάθε μαγείρισσα θα πρέπει να βοηθηθεί για να μπορεί να γίνει πρωθυπουργός της χώρας». Αυτά τα επιχειρήματα δεν είναι τίποτα άλλο από τα λόγια μιας πανικόβλητης άρχουσας τάξης που θέλει να ελέγξει την επαναστατική διαδικασία και να την καναλιζάρει στην κατεύθυνση της καπιταλιστικής αγοράς, πάση θυσία.
Λαϊκές επιτροπές, επιτροπές βάσης, με δημοκρατικά εκλεγμένους αντιπροσώπους χρειάζεται να δημιουργηθούν και να επεκταθούν παντού – στους χώρους δουλειάς, στις γειτονιές, στα σχολεία, στα πανεπιστήμια, στον στρατό, ακόμα και στην αστυνομία. Χρειάζεται στην συνέχεια αυτές οι επιτροπές να συντονιστούν μεταξύ τους μέσα από ένα σύστημα αντιπροσώπων σε τοπικό, περιφερειακό και πανεθνικό επίπεδο.
Κάτι τέτοιο θα αποτελούσε την βάση, την ραχοκοκκαλιά, πάνω στην οποία να στηριχτεί ένας νέος τύπος κυβέρνησης – πραγματικά δημοκρατικής, πραγματικά αντιπροσωπευτικής των εργατικών μαζών και της επανάστασης τους και έτοιμης να πάρει δραστικά μέτρα για να μεταμορφώσει πραγματικά τις ζωές των ανθρώπων, μέσα από τον σοσιαλιστικό σχεδιασμό της οικονομίας, στην υπηρεσία των συμφερόντων των εργαζομένων και των λαϊκών μαζών.
Οι αναταράξεις που κάτι τέτοιο θα έφερνε στο σύνολο του αραβικού κόσμου θα άνοιγε την πόρτα στην προοπτική μιας γενικευμένης μάχης ενάντια στον καπιταλισμό και τους ιμπεριαλιστές, για τον σοσιαλιστικό μετασχηματισμό όχι μόνο της Τυνησίας, αλλά όλων των χωρών της περιοχής.