ΛΥΤΡΩΣΗ
Έπινε κρασί όλη νύχτα, τη νύχτα της 28ης
και τη σκεφτόταν συνεχώς:
πώς περπατούσε, πώς μιλούσε κι αγαπούσε,
πώς του ‘λεγε όλα όσα μοιάζαν γι’ αληθινά
κι όμως δεν ήταν. ‘Ηξερε
τα χρώματα των φορεμάτων της ένα προς ένα,
τα χρώματα των παπουτσιών της -
το ύψος, την καμπύλη του κάθε τακουνιού
σαν και το πόδι που είχε πια
στο σχήμα τους πλαστεί.
Όταν γύρισε στο σπίτι εκείνη έλειπε πάλι.
Θα ερχόταν, όπως πάντα, μ’ αυτή τη γνωστή μυρωδιά,
κι όντως
ήρθε στις 3 το πρωί
βρομώντας σαν γουρούνα,
κι εκείνος
άρπαξε το χασαπομάχαιρο,
κι εκείνη ούρλιαξε
κολλώντας στο ρημαγμένο τοίχο -
κάπως όμορφη ακόμη
παρ’ όλη την μπόχα των ερώτων,
κι εκείνος τέλειωσε το ποτήρι του.
Το κίτρινο φουστάνι.
Το αγαπημένο του κίτρινο φουστάνι,
κι εκείνη ούρλιαξε ξανά.
Σήκωσε το μαχαίρι,
έλυσε την ζώνη του,
έσκισε τα πανιά, κι εκεί
μπροστά της,
έκοψε τ’ αρχίδια του.
Τ’ άρπαξε στο χέρι
σαν βερύκοκα,
τα ‘ριξε στη λεκάνη του μπάνιου
και τράβηξε το καζανάκι.
Εκείνη συνέχισε να ουρλιάζει
καθώς το δωμάτιο κοκκίνιζε.
ΤΙ ΕΚΑΝΕΣ; ΤΙ ΕΚΑΝΕΣ; ΘΕΕ ΝΟΥ!
Κι εκείνος κάθισε κρατώντας 3 πετσέτες
ανάμεσα στα σκέλια του·
χωρίς να νοιάζεται αν θα φύγει,
αν θα μείνει,
αν φοράει πράσινα ή κίτρινα,
αν είναι καν ντυμένη.
Με το ένα χέρι να κρατά τις πετσέτες
και με το άλλο να βάζει
ακόμα ένα ποτηράκι.
Λύτρωση - Charles bukowski