Η ΚΟΛΟΣΣΙΑΙΑ καπνοβιομηχανία Ρhilip Μorris, που εμπορεύεται μεταξύ άλλων και τα τσιγάρα Μarlboro, ομολόγησε ότι εκμεταλλευόταν 10χρονα παιδιά σκλάβους τα οποία δουλεύουν σε φυτείες καπνού, με τις οποίες έχει συμβάσεις στο Καζακστάν, στην Κεντρική Ασία. Σύμφωνα με έκθεση του Παρατηρητηρίου της ΕΕ για τα ανθρώπινα δικαιώματα, εργάτες στις φυτείες, οι οποίοι συχνά έρχονταν από τη γειτονική Κιργιζία, υποβάλλονταν σε συνθήκες καταναγκαστικής εργασίας, καθώς οι εργοδότες τους, που δεσμεύονταν ότι θα πουλούσαν το προϊόν στην καπνοβιομηχανία Ρhilip Μorris, κατέσχεσαν τα διαβατήριά τους και συχνά τους ανάγκαζαν να δουλεύουν υπερωρίες αμισθί. Η εταιρεία, η οποία προμηθεύεται καπνό από το Καζακστάν για τσιγάρα που πωλούνται στη Ρωσία και στα πρώην σοβιετικά κράτη, είπε ότι θα λάμβανε «άμεση δράση» για να σταματήσει αυτή την εκμετάλλευση.
Την ίδια ώρα, η έκθεση κατέγραφε 72 περιπτώσεις παιδιών που δούλευαν στις φυτείες. Η Τζέιν Μπιουκάναν , μια εκ των συντακτών, κατηγόρησε την κυβέρνηση του Καζακστάν αλλά και τη Ρhilip Μorrisγια τις κακομεταχειρίσεις. Επίσης έγινε καταγγελία ότι μικρά παιδιά που δούλευαν στις φυτείες είχαν βγάλει κόκκινα εξανθήματα στον λαιμό και στο στομάχι και ότι υπήρχαν περιστατικά με επικίνδυνα φυτοφάρμακα που ραντίζονταν σε κατοικημένες περιοχές. Στη διάρκεια μόνο μιας ημέρας οι εργάτες στις φυτείες του καπνού εκτίθενται σε ποσότητα νικοτίνης σαν να κάπνιζαν 36 τσιγάρα. Εκτίθενται και στη λεγόμενη ασθένεια του πράσινου τσαγιού, στην οποία η νικοτίνη απορροφάται από το δέρμα μέσω της επαφής με τα φύλλα του καπνού. Η ασθένεια προκαλεί ναυτία, εμετούς, πονοκέφαλο, ατονία των μυών και ζαλάδα.
Τα παιδιά είναι ιδιαίτερα επιρρεπή.
Μια από τις πολλές ιστορίες κακομεταχείρισης είναι της Αλμίρα, μιας εργάτριας 45 ετών, η οποία ταξίδεψε πέρυσι από την Κιργιζία στο Καζακστάν με τον άνδρα και τα δύο παιδιά της. Ο μεσάζων που τους οδήγησε σε μια φυτεία καπνού στο αγροτικό Μαλιμπάι, τους υποσχέθηκε ότι ο ελάχιστος μισθός θα ήταν 2.300 δολάρια (1.800 ευρώ) για τη σεζόν. Αλλά μόλις έφθασαν, τους είπαν ότι θα έπρεπε να πληρώσουν αμέσως οι ίδιοι τα έξοδα του ταξιδιού και ο ιδιοκτήτης της φυτείας τούς κατέσχεσε τα διαβατήρια. Η οικογένεια σκέφτηκε πολύ σοβαρά να το σκάσει, αλλά ήταν αδύνατον. «Δεν είχαμε διαβατήρια ούτε λεφτά. Αν φεύγαμε, όλη η δουλειά μας θα πήγαινε στράφι. Και χωρίς λεφτά, πώς θα γυρίζαμε στο σπίτι μας;» λέει.
φιλελευθερος