Οι θέσεις της Εισαγγελίας κατά της αθώωσης των αστυνομικών
Ήταν παρόντες, άρα ένοχοι
Βάσει ευρημάτων του Κακουργιοδικείου ότι οι παραπονούμενοι κτυπήθηκαν βάναυσα από αστυνομικούς, έπρεπε να καταδικαστούν τουλάχιστον οι αστυνομικοί που δεν αρνούνταν την παρουσία τους στο επεισόδιο
'Αρχισε χθες ενώπιον της πλήρους ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου η εκδίκαση της έφεσης που άσκησε η Γενική Εισαγγελία στοχεύοντας σε ανατροπή της απόφασης του Μόνιμου Κακουργιοδικείου Λευκωσίας, με την οποία αθωώθηκαν οι δέκα αστυνομικοί που κατηγορούνταν για συμμετοχή στο επεισόδιο του βάναυσου ξυλοδαρμού των δύο φοιτητών.
Η χθεσινή δικάσιμος αναλώθηκε σε έναν από τους λόγους έφεσης που αφορά τους αστυνομικούς, οι οποίοι δεν αρνούνταν την παρουσία τους στο πρωτοφανές γεγονός. Πρόκειται για τα τέσσερα μέλη του Ειδικού Αντιτρομοκρατικού Ουλαμού και την γυναίκα αστυνομικό. Ο εκπρόσωπος του Γενικού Εισαγγελέα υποστήριξε ότι τα εν λόγω πρόσωπα ήταν παρόντα στο επεισόδιο από την αρχή μέχρι το τέλος. Υπέδειξε ότι μετά το επεισόδιο προέβησαν και σε καταθέσεις τις οποίες έγραψαν μόνοι τους, υποστηρίζοντας ότι υπήρξαν θύματα επίθεσης και πρόκλησης πραγματικής σωματικής βλάβης από τους δύο φοιτητές. Επιπλέον, άσκησαν και αγωγές ζητώντας αποζημιώσεις. Οι εν λόγω αγωγές αποσύρθηκαν λίγες ημέρες μετά τη δημοσιοποίηση από τον «Π» του βίντεο του επεισοδίου.
Με αυτά τα δεδομένα και με αναφορά στην απόφαση του Κακουργιοδικείου για αδιαμφισβήτητη βάναυση κακοποίηση των δύο νεαρών από αστυνομικούς, ο εκπρόσωπος του Γενικού Εισαγγελέα τόνισε ότι οι εν λόγω κατηγορούμενοι θα έπρεπε να είχαν καταδικαστεί ως συναυτουργοί.
Αναφορά έγινε και στην ιδιότητα των κατηγορούμενων-αθωωθέντων αστυνομικών που είχαν καθήκον, εφόσον ήσαν παρόντες είτε ενεργά είτε παθητικά στο επεισόδιο, να αποτρέψουν την διάπραξη του εγκλήματος της βάναυσης και απάνθρωπης κακοποίησης των δύο φοιτητών, τα ξημερώματα της 20ής Δεκεμβρίου του 2005, σε πάροδο της λεωφόρου Αρμενίας.
Παραπομπή έγινε και στις κατηγορίες που αντιμετώπιζαν οι εν λόγω πέντε κατηγορούμενοι και αφορούν σε επίδειξη ανοχής ενώ ήταν μάρτυρες ξυλοδαρμού δύο πολιτών που έφεραν μάλιστα και χειροπέδες. Ειδική αναφορά έγινε σε δύο σημεία της απόφασης του Κακουργιοδικείου. Η πρώτη αναφορά στη σελίδα 72 όπου το Κακουργιοδικείο ανέφερε ότι «δεν διατηρεί οποιαδήποτε αμφιβολία ότι στις 20 Δεκεμβρίου του 2005, συνέβη το επεισόδιο με εμπλεκόμενους τους παραπονούμενους, Μάρκο Παπαγεωργίου και Γιάννο Νικολάου, καθώς επίσης αριθμό αστυνομικών οι οποίοι βρίσκονταν το βράδυ εκείνο σε διατεταγμένη υπηρεσία για καταστολή σοβαρού εγκλήματος». Η δεύτερη παραπομπή είναι από τη σελίδα 110 της απόφασης του Κακουργιοδικείου όπου σημειώνεται ότι «διαπιστώνεται ότι κατά το εν λόγω επεισόδιο ο Μάρκος και ο Γιάννος κακοποιήθηκαν βάναυσα με διάφορους τρόπους. Συγκεκριμένα, τα πρόσωπα που ενέχονταν στην κακοποίησή τους, τούς χτύπησαν και τους κλότσησαν επανειλημμένα. Σε διάφορες περιπτώσεις τους χτύπησαν το κεφάλι και το σώμα στη σκληρή επιφάνεια είτε του οδοστρώματος είτε του πεζοδρομίου...». Κατάληξη της πλευράς του Γενικού Εισαγγελέα ήταν ότι το Κακουργιοδικείο προέβη σε λανθασμένη εφαρμογή του νόμου αποφασίζοντας την αθώωση των κατηγορούμενων που δεν αμφισβητούσαν καν την παρουσία τους στο όλο επεισόδιο.
Η ακρόαση της έφεσης συνεχίζεται σήμερα με την ανάπτυξη των υπόλοιπων λόγων που επικαλείται η Γενική Εισαγγελία για ανατροπή της πρωτόδικης αθωωτικής απόφασης.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΝΕΑΡΧΟΥ
Κωδικός άρθρου: 911028
ΠΟΛΙΤΗΣ - 24/11/2009, Σελίδα: 23